Ο Σύλλογος

ΕΛΕΜ, Τοποθέτηση στο 3ο θέμα της Αντιπροσωπείας του ΣΑΔΑΣ-ΠΕΑ για τη νομοθετική κατοχύρωση του επαγγέλματος του Αρχιτέκτονα Μηχανικού

ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ στο 3ο θέμα της Α του ΣΑΔΑΣ-ΠΕΑ

ΓΙΑ ΤΗ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗ ΚΑΤΟΧΥΡΩΣΗ

ΤΟΥ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΟΣ ΤΟΥ

ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΑ ΜΗΧΑΝΙΚΟΥ

Το γνωστικό αντικείμενο του Αρχιτέκτονα Μηχανικού αποτελεί ενιαίο και αυτόνομο, δημιουργικό, επιστημονικό και τεχνικό πεδίο και απαιτεί κατ΄ελάχιστο πενταετείς εστιασμένες σπουδές.

Ο Αρχιτέκτονας Μηχανικός αποκτά με τις σπουδές του γνώσεις και δεξιότητες και διαμορφώνει αρχές οι οποίες του επιτρέπουν να διαχειρίζεται τις κοινωνικο – οικονομικές,ανθρωπολογικές, τεχνικές, μορφολογικές και λειτουργικές παραμέτρους του χωρικού σχεδιασμού σε όλες τις κλίμακες, να διασφαλίζει το δημόσιο συμφέρον και να συμβάλλει καθοριστικά στη βελτίωση της ποιότητας ζωής(ή/και του περιβάλλοντος διαβίωσης) και στην ανάπτυξη της οικονομίας και του πολιτισμού.

Οι σπουδές του Αρχιτέκτονα έχουν ως κεντρικό αντικείμενό τους το σχεδιασμό, το συνθέτειν των επιμέρους γνώσεων προς ένα συνολικό σύστημα αντίληψης, και τους τρόπους υλοποίησης όσων αυτός προβλέπει. Ο εκπαιδευτικός στόχος επιτυγχάνεται στο πλαίσιο εργαστηριακών μαθημάτων που συνιστούν το μεγαλύτερο μέρος του προγράμματος αρχιτεκτονικών σπουδών και καλλιεργούν την εφευρετικότητα και τη δημιουργικότητα σε υπέρβαση των εκάστοτε περιορισμών, ως κύριες συνιστώσες των απαιτούμενων ικανοτήτων του (οριζόμενου ως) Αρχιτέκτονα  διαχρονικά.

Ο Αρχιτέκτονας αποκτά τη συνθετική γνώση μετά από επεξεργασία συνθετικών θεμάτων επί 5 χρόνια αδιάσπαστα. Το ‘συνθέτειν’, για τη σύλληψη, συγκρότηση και επεξεργασία του αρχιτεκτονικού έργου χρησιμοποιεί γνωστικές διαδικασίες που δεν καλύπτονται μόνο από τη λογική της επαγωγής/παραγωγής που διέπει τις άλλες επιστήμες, ούτε μόνο από εμπειρικές μεθόδους που βασίζονται στην πειραματική διαδικασία. Για την κατάκτηση της συνθετικής γνώσης η Αρχιτεκτονική χρησιμοποιεί, πέραν του επαγωγικού και παραγωγικού συλλογισμού, την απαγωγή, τη σχηματοποίηση, τη φαντασία και την ενόραση, γνωστικές διαδικασίες που διδάσκονται μόνο μέσω της επεξεργασίας συνθετικών θεμάτων αποκλειστικά στις αρχιτεκτονικές σχολές.

Το γνωστικό υπόβαθρο του Αρχιτέκτονα Μηχ. είναι ενιαίο και αδιάσπαστο. Η άσκηση της αρχιτεκτονικής γίνεται απαρέγκλιτα μέσα από συνείδηση/αντίληψη της ενότητας του αντικειμένου και σε εφαρμογή της. Η εξειδίκευση στην αρχιτεκτονική υπάρχει σε εξαιρετικές περιπτώσεις και μόνο ως προσέγγιση νέων αντικειμένων/γνωστικών περιοχών σε ερευνητικό/καινοτομικό επίπεδο.     Ο πενταετής, αδιάσπαστος κύκλος εστιασμένων σπουδών αποτελεί την ελάχιστη προϋπόθεση για να πληρούνται τα 11 κριτήρια / προϋποθέσεις των Διεθνών Προτύπων για την άσκηση της δραστηριότητάς του (άρθρο 46 της Οδηγίας 2005/36/ΕΚ όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 46/2 της Οδηγίας 2013/55/EU). Η απόκτηση εξειδίκευσης προϋποθέτει την περάτωση των 5ετών αρχιτεκτονικών σπουδών και έπεται αυτών.

Ο νόμος 4663/1930 γενικώς δε δίνει δικαιώματα. Μιλάει για την ελεύθερη άσκηση του επαγγέλματος κάθε ειδικότητας, πρακτικά, για τη χρήση του τίτλου. Το τι περιλαμβάνει η άσκηση αυτή δε μπορεί παρά να εξαρτάται από το γνωστικό αντικείμενο της κάθε ειδικότητας. Και επειδή τόσα χρόνια θεωρούν όλοι ότι στο γνωστικό τους αντικείμενο έχουν απ’ όλα, υπάρχει το πρόβλημα της αλληλεπικάλυψης αρμοδιοτήτων.

Στην Ελλάδα, η έννοια της Αρχιτεκτονικής Μελέτης ορίζεται για πρώτη φορά στο ΠΔ 696/74 και ειδικότερα στο Παράρτημα όπου παρατίθενται οι προδιαγραφές και περιγράφεται ο συντονιστικός ρόλος όποιου εκπονεί την Αρχιτεκτονική Μελάτη. Δεν καθορίζεται όμως ποιος έχει το δικαίωμα να την εκπονεί. Πρακτικά λοιπόν το επάγγελμα του αρχιτέκτονα δεν ήταν ποτέ μέχρι τώρα «ρυθμισμένο». Ο κίνδυνος σήμερα εστιάζεται στη γενικότερη απορρύθμιση του επαγγέλματος του Μηχανικού (που βέβαια θα έχει περαιτέρω επιπτώσεις και στους Αρχιτέκτονες αν δεν τεκμηριωθεί σωστά η προσπάθεια αποφυγής της).

Ως προς τους αρχιτέκτονες, σε ευρωπαϊκό επίπεδο έχει θεσπιστεί η αρχή της αυτόματης αναγνώρισης των εκπαιδευτικών τίτλων (άρθρο 21 οδηγίας 2005/36/ΕΚ), σύμφωνα με την οποία κάθε κράτος υποδοχής οφείλει να αναγνωρίζει τους τίτλους εκπαίδευσης αρχιτέκτονα που αναφέρονται στο Παράρτημα V.7, σημείο 5.7.1.

H κατοχύρωση του επαγγέλματος του Αρχιτέκτονα και η προάσπιση των επαγγελματικών δικαιωμάτων του όμως, αποτελεί  παράλληλα και ζήτημα του εσωτερικού δικαίου, μπορεί δηλ. να ρυθμιστεί νομοθετικά από το Εθνικό μας Δίκαιο στο βαθμό που δε θίγεται η οδηγία. Εάν δηλ, π.χ  απόφοιτος Τ.Ε.Ι ή απόφοιτος Ε.Μ.Π τμήματος Α.Τ.Μ δεν μπορεί, με αυτόματη αναγνώριση, να ασκήσει τα επαγγελματικά δικαιώματα του Αρχιτέκτονα στα υπόλοιπα κράτη – μέλη, καθώς δε συμπεριλαμβάνεται ο τίτλος σπουδών στο σχετικό παράρτημα  V.7 της οδηγίας 2005/36/ΕΚ, προφανώς κατά παράβαση της οδηγίας ασκεί το επάγγελμα του Αρχιτέκτονα στην Ελλάδα.

Επανερχόμενη στις Ευρωπαϊκές Οδηγίες, επισημαίνεται ότι τον Αύγουστο του 1985, για πρώτη φορά, µία οµάδα χωρών έθεσε τις θεµελιώδεις απαιτήσεις γνώσεων και ικανοτήτων για έναν αρχιτέκτονα (από την Directive 85/484/EEC της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων). Μετά από επεξεργασίες που διήρκεσαν 20 χρόνια, ολοκληρώθηκε  η Οδηγία 2005/36/ΕΚ, που ενοποιεί, σε μία και μόνη νομοθετική πράξη, δεκαπέντε οδηγίες, μεταξύ των οποίων και δώδεκα τομεακές οδηγίες – που καλύπτουν διάφορα επαγγέλματα μεταξύ των οποίων και του αρχιτέκτονα -.

Από την εισηγητική έκθεση της 2005/36/ΕΚ, παρατίθεται:

«(27) Η αρχιτεκτονική δημιουργία, η ποιότητα των κατασκευών, η αρμονική ένταξή τους στο περιβάλλον, ο σεβασμός των φυσικών και αστικών τοπίων, καθώς και της κοινής και ιδιωτικής κληρονομιάς αποτελούν δημόσιο συμφέρον. Εφεξής, η αμοιβαία αναγνώριση των τίτλων εκπαίδευσης θα πρέπει να βασίζεται σε ποιοτικά και ποσοτικά κριτήρια που διασφαλίζουν ότι οι κάτοχοι των αναγνωρισμένων τίτλων εκπαίδευσης είναι σε θέση να κατανοούν και να εκφράζουν τις ανάγκες των μεμονωμένων ατόμων, των κοινωνικών ομάδων και των συλλογικών φορέων σε θέματα χωροταξίας, σχεδιασμού, οργάνωσης και υλοποίησης των κατασκευών, διατήρησης και αξιοποίησης της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς, καθώς και προστασίας της ισορροπίας της φύσης».

Στο άρθρο 46, αναφέρεται:

«Η εκπαίδευση του Αρχιτέκτονα, που πρέπει να είναι πανεπιστημιακού επιπέδου και της οποίας το πρωταρχικό στοιχείο συνιστά η αρχιτεκτονική, πρέπει να διατηρεί την ισορροπία μεταξύ των θεωρητικών και πρακτικών πτυχών της εκπαίδευσης στον τομέα της αρχιτεκτονικής και να παρέχει την εγγύηση ότι ο ενδιαφερόμενος έχει αποκτήσει τις ακόλουθες γνώσεις και δεξιότητες ….» (και παρατίθενται τα 11 κριτήρια ελέγχου).

Από την απλή ανάγνωση αυτών των άρθρων προκύπτει με σαφήνεια ότι κατ’ εφαρμογή της κοινοτικής οδηγίας, όπως πλέον ενσωματώθηκε στο εθνικό μας δίκαιο, για την άσκηση της Αρχιτεκτονικής τόσο στην Ελλάδα όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, πρέπει να πληρούνται απόλυτα οι παραπάνω προϋποθέσεις εκπαίδευσης. Και αυτό γιατί ο κοινοτικός νομοθέτης αποφάσισε ότι οι πτυχές και το πεδίο άσκησης του επαγγέλματος του Αρχιτέκτονα διέπονται πανευρωπαϊκά από ένα ειδικότερο θεσμικό πλαίσιο σε σχέση με λοιπές υπηρεσίες και ειδικότητες Μηχανικού. Βεβαίως δεν πρέπει να παραγνωρίζεται ότι η κοινοτική οδηγία θέτει τους κανόνες υποδοχής ξένων υπηκόων για την άσκηση επαγγέλματος στην Ελλάδα, χωρίς να ρυθμίζει απευθείας το πεδίο δραστηριότητας.

Προχώρησε βέβαια η Ελληνική πολιτεία, άμεσα μετά το 2010, στη ρύθμιση του κανονιστικού πεδίου άσκησης του επαγγέλματος του Αρχιτέκτονα με βάση το άρθρο 46 της οδηγίας μόνο για τις ειδικές κατηγορίες αρχιτεκτονικών μελετών που θεώρησε ότι καθορίζουν άμεσα την πολιτιστική συνέχεια της χώρας. Η συγκεκριμένη προσέγγιση, παρότι θεωρείται μια πρώτη κατάκτηση των Αρχιτεκτόνων, παραβλέπει όλο το επιστημονικό υπόβαθρο της Αρχιτεκτονικής που, με βάση όλα τα Διεθνή κείμενα Συμβάσεων και Οδηγιών, μέσω της Αρχιτεκτονικής Μελέτης και Εφαρμογής δημιουργεί την Παράδοση που θα παραλάβουν οι κοινωνίες του αύριο και βέβαια, αυτό συμβαίνει σε όλες τις κλίμακες χώρου που ο Αρχιτέκτονας μελετά.

Με την ψήφιση του νόμου 4254/2014, προβλέπεται η έκδοση Προεδρικών Διαταγμάτων τα οποία προκύπτουν μετά από εισήγηση (Υποπαράγραφος Στ23) ή σύμφωνη γνώμη (Υποπαράγραφος ΙΓ.12) του ΤΕΕ. Το θετικά στοιχεία της τροποποίησης  του νόμου του 1930 και η εισαγωγή της σύνδεσης του δικαιώματος με το γνωστικό αντικείμενο, τίθεται υπό αίρεση με τις προβλέψεις του άρθρου 4 . Με τον τρόπο που ο συγκεκριμένος νόμος ορίζει την έννοια της μηχανικής, καταργείται η απαίτηση του είδους της εκπαίδευσης και των χαρακτηριστικών του μηχανικού που είχαν συσχετιστεί με την συνταγματική επιταγή της  δημόσιας ασφάλειας και του δημοσίου συμφέροντος. Η πρόβλεψη του νόμου για σύμφωνη γνώμη του ΤΕΕ στη διαμόρφωση των νέων όρων άσκησης του επαγγέλματος του μηχανικού, πρέπει και οφείλει να αξιοποιηθεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο στην κατεύθυνση της αποκατάστασης της συνταγματικής νομιμότητας.

Κάθε νομοθετική ρύθμιση που επιβάλει περιορισμούς στην άσκηση μίας επαγγελματικής δραστηριότητας, οφείλει να εξετάζεται κάτω από το πρίσμα των συνταγματικών αρχών. Η άναρχη διατύπωση προτάσεων περί επαγγελματικών δεσμεύσεων χωρίς συγκεκριμένη αναφορά ή επίκληση αυτών των αρχών, συνιστά γραφειοκρατική παραμόρφωση και συντεχνιακή παρέμβαση, η οποία ελέγχεται νομικά και πειθαρχικά. Πριν τη θέσπιση μίας κατοχυρωμένης νομοθετικά δραστηριότητας ή επαγγέλματος πρέπει να καθορίζονται με σαφήνεια οι συνταγματικοί λόγοι που επιβάλουν την κατοχύρωσή της. Αλλιώς παραβιάζεται ευθέως η αρχή της μη εισαγωγής διακρίσεων, όπως και το άρθρο 5 του συντάγματος.

Ο όρος δημόσια ασφάλεια και δημόσιο συμφέρον  διατυπώνεται αυτούσιος στην παράγραφο ΙΓ.12  Συνδέεται ευθέως με τη δυνατότητα θέσπισης «περιορισμών», μέσω των υπό έκδοση ΠΔ, στην άσκηση «συγκεκριμένης επαγγελματικής δραστηριότητας». Για τους Αρχιτέκτονες μηχ υπάρχει σχετική αναφορά στα κείμενα της Διεθνούς Ένωσης Αρχιτεκτόνων (UIA):

«.. Δεδοµένου ότι το δηµόσιο συµφέρον συνδέεται µε ένα βιώσιµο και ποιοτικά δοµηµένο περιβάλλον, και δεδοµένων των κινδύνων και επιπτώσεων της ανάπτυξης στο περιβάλλον αυτό, είναι σηµαντικό οι υπηρεσίες στον τοµέα της αρχιτεκτονικής να παρέχονται από εξειδικευµένους επαγγελµατίες για την προστασία του δηµοσίου συµφέροντος…» (UIA).

Στηριζόμενη στα παραπάνω κριτήρια, η ΕΕΕ-ΑΜ σε συνεργασία με τις 7 Σχολές Αρχιτεκτονικής, διαμόρφωσε  την εισήγησή της σε ότι αφορά στο ΠΔ που αφορά στους Αρχιτέκτονες.

Τα κομβικά σημεία της παραπάνω εισήγησης αναφέρονται ήδη στην κεντρική εισήγηση της ΕλΕΜ. Με βάση αυτά είναι ήδη ξεκάθαρο ότι:

Δε γίνεται αποδεκτή οποιαδήποτε ρευστοποίηση των επαγγελματικών δραστηριοτήτων του Αρχιτέκτονα Μηχ., οποιοσδήποτε κατακερματισμός του γνωστικού του αντικειμένου, σε οποιαδήποτε κλίμακα χώρου – αντικειμένου.

Η όποια πιστοποίηση προσόντων για απόδοση επαγγελματικών δραστηριοτήτων που αντιστοιχούν σε κατακτημένο γνωστικό αντικείμενο του Αρχιτέκτονα Μηχ. οδηγεί σε απορρύθμιση και υποβάθμιση του επαγγέλματος και είναι ανεπίτρεπτη.

Δεν είναι αποδεκτή η «μερική» ή «παράλληλη» πρόσβαση άλλων ειδικοτήτων στο επάγγελμα του Αρχιτέκτονα – Μηχανικού.

Τηρούνται οι αρχές ότι η τεχνική εμπειρία δεν αντικαθιστά την ακαδημαϊκή γνώση, όπως και ότι η μεταπτυχιακή (ή και η προπτυχιακή) εξειδίκευση δεν αντικαθιστά τη συνολική προπτυχιακή παιδεία.

Τα τεχνικά έργα είναι προϊόντα συνεργασίας μεταξύ πολλών ειδικοτήτων μηχανικών ανάλογα με τις γνώσεις κάθε ειδικότητας και μόνο αυτές. Το κάθε ειδικό αντικείμενο ασκείται αποκλειστικά από το αντίστοιχο κλάδο. Η αντίστοιχη προς τις γνώσεις κατανομή  επαγγ. αρμοδιοτήτων/δικαιωμάτων είναι προς το συμφέρον τόσο της κοινωνίας, όσο και των ίδιων των μηχανικών όλων των κλάδων.

Αναγκαία και ικανή συνθήκη της συμμετοχής των Αρχιτεκτόνων στο στόχο της επίτευξης «consensus» μεταξύ όλων των ειδικοτήτων των μηχανικών είναι
ο περιορισμός της πρόσβασης στην επαγγελματική δραστηριότητα της Αρχιτεκτονικής Μελέτης και Επίβλεψης μόνο σε όσους διαθέτουν αναγνωρισμένο, ισότιμο και αντίστοιχο, τίτλο αρχιτέκτονα και κανέναν άλλο. 

 

Καλούμε τον ΣΑΔΑΣ-ΠΕΑ να συνδράμει την προσπάθεια που γίνεται από την ΕΕΕ-ΑΜ με τη συμβολή πανεπιστημιακών από όλες τις Σχολές Αρχιτεκτονικής της χώρας για τη νομοθετική κατοχύρωση του επαγγέλματος του Αρχιτέκτονα και τη θεσμοθέτηση της Αρχιτεκτονικής ώστε, η κοινή γλώσσα που ήδη με κόπο αποκτήθηκε να εμπλουτιστεί και να εκφράζει σύσσωμη την Κοινότητα των Αρχιτεκτόνων.

Καλούμε την Αντιπροσωπεία να επικυρώσει την απόφαση του ΔΣ του ΣΑΔΑΣ η οποία ψηφίστηκε σχεδόν ομόφωνα (μία μόνο ψήφος κατά).

 

 

 

Μαρία Φραντζή

ΕλΕΜ

ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΕΣ