Η αγάπη των αρχιτεκτόνων για το γυμνό…(1) | “αρχιτέκτονες”
γράφει o Βασίλης Δ. Σταθουλόπουλος
Η αγάπη των αρχιτεκτόνων για το γυμνό μπετόν αντλεί τη δύναμή της –αν κάποιος μπει στον κόπο να κάνει τις διαδοχικές αναγωγές– από το περί Ειλικρίνειας της κατασκευής αισθητικό αίτημα. Πράγματα, λίγο ή πολύ, γνωστά: προσπαθεί ο εραστής της Ειλικρίνειας αυτής, όπως συχνά τον ακούσαμε να ισχυρίζεται, να θέσει το πραγματικό, κάθε φορά, πρόβλημα, να το γυμνώσει απ’ τα περιττά, να τ’ αδειάσει απ’ τα δευτερεύοντα, κι έτσι να συντομεύσει την απόσταση, ώστε, με τρόπο αβίαστο, να δώσει την –προφανή,2 θα την ονόμαζε κανείς– απάντησή του. Ν’ αφαιρέσει.
Με την ανάδειξη του «άξιου να υπάρχει» σκελετού ως συνθετικού αιτήματος, αυτόματα τίθενται απρόβλεπτα ζητήματα: αυτό του μέτρου, του ρυθμού, των αναλογιών, καθώς κι άλλα, δευτερεύοντα, όπως ο κάνναβος, οι (λειτουργικές) ζώνες, οι περασιές κ.λπ. Από τον τρόπο που ο κάθε αρχιτέκτονας προσεγγίζει τα θέματα αυτά, που, όλα μαζί, συνθέτουν τη δομή του κτίσματος, από τη λύση που κάθε φορά δίνει –μα κι απ’ τον τρόπο που την εμφανίζει– συχνά εξαρτάται ο χαρακτήρας του έργου που παράγει, δηλαδή του κόσμου του οποίου την ύπαρξη έχει εντός του συλλάβει και, με τις κατασκευές του, επιθυμεί να περιγράψει.
Μόνο που οι περί της εμφάνισης του σκελετού (ως κυρίαρχου εκφραστή της δομής) δυσκολίες ξεκινούν σχεδόν απ’ την αρχή. Απ’ τα γνωστά παραδείγματα, μόνο στο σπίτι στη Συκιά της Κορινθίας (1961), του Άρη Κωνσταντινίδη, το δάπεδο και τα σκαλιά του σκελετού παραμένουν δάπεδο και σκαλιά του κτίσματος – τουλάχιστον στο υπόστεγο που συνδέει τις δυο μικρές πτέρυγες. Σ’ όλες τις άλλες περιπτώσεις που γνωρίζω, η ανάγκη βιάζει ακόμη και τους πιο ακραιφνείς λάτρεις του Ειλικρινούς να καλύψουν τα δάπεδα, ώστε να κρύψουν τις εγκαταστάσεις, να εξομαλύνουν τις επιφάνειες, να παραγάγουν λειτουργικά τελειώματα και ούτω καθεξής. Σαν να ήταν φυσικό! Όσο, μάλιστα, οι ανάγκες της ζωής(;) πολλαπλασιάζονται κι όσο τα προβλήματα που τίθενται γίνονται περισσότερα και περιπλοκότερα, τόσο ο αρχιτέκτονας δυσκολεύεται και δυσανασχετεί. Βλέπει πως έρχεται η ώρα των υπολοίπων στοιχείων του σκελετού να κρυφτούν: των δοκών, των οροφών, των υποστυλωμάτων. Κι αντιδρά με τον εξής, απ’ όσο καταλαβαίνω, τρόπο:
Παραβλέπει τα επιπλέον –τεχνικά, συνήθως– προβλήματα (βλέπε θερμομόνωση), προσποιείται πως δεν υπάρχουν, πως δεν είναι σημαντικά, πως, μπροστά στην περιπλοκότητα, στο βάθος ή στη διαχρονικότητα των ζητημάτων που θέτει η ασχολία με τη δομή, όλα τ’ άλλα μπορούν να υποχωρούν, να μικραίνουν, να γίνονται δευτερεύοντα. Τα αγνοεί.
Άλλες φορές πάλι, αντικαθιστά την ύπαρξη μιας τέτοιας αληθινής δομής με την επίφασή της. Το σκυρόδεμα, τότε, χρησιμοποιείται ως επιφάνεια, ως εικόνα. Γίνεται χρήση των επιμέρους χαρακτηριστικών του –του βάρους του, της μονολιθικότητάς του, της ιδιότητάς του να είναι το αρνητικό ενός καλουπιού– αποκομμένων απ’ την ιδέα της κατασκευής. Σαν να επρόκειτο για hatch.
Είναι αλήθεια, αναρωτιέμαι, ότι τα νέα τεχνικά ζητήματα, η περιπλοκότητα των εγκαταστάσεων κι οι αυξημένες –άδικα, μερικές φορές– απαιτήσεις των χρηστών έχουν από καιρό σκοτώσει το νόημα της αναζήτησης μιας κατάλληλης να φαίνεται, ειλικρινούς και καθαρής κατασκευαστικής λύσης; Κρυφοκοιτάζοντας –με ζήλια!– το Βυζαντινό Μουσείο του Κυριάκου Κρόκου ή πιο πρόσφατα έργα αρχιτεκτόνων της ίδιας γενιάς (τα οποία, από τεχνική άποψη, δεν είναι δυνατό να επαναληφθούν), κι ενθυμούμενος την περίπτωση του Mies van der Rohe, ο οποίος –μπροστά στα έκπληκτα μάτια τους– διέλυε τις μακέτες των πρωτοετών, για να δει πώς είναι εσωτερικά κατασκευασμένες, απαντώ πως όχι!
Κομμάτι της συνθετικής δουλειάς, και στο πιο μικρό έργο, είναι η ενασχόληση με το ζήτημα της δομής, το πλέξιμο της λύσης με τους περιορισμούς της κι η επεξεργασία της σύνθεσης διά των δυνατοτήτων ή των ελευθεριών που αυτοί οι περιορισμοί επιτρέπουν. Μέσω της οδού αυτής γίνεται η εμπλοκή μας με τα προβλήματα του μέτρου, του ρυθμού, των αναλογιών. Χτίζοντας, βρίσκει ο καθένας μας τη δική του –που όμως αργότερα γίνεται κοινή– λύση. Όταν όμως την ανακαλύψει, λέω πως πρέπει να βρει τρόπο και να την εμφανίσει!
Σημειώσεις
1. Το κείμενο είναι προϊόν επεξεργασίας ενός σημειώματος που έγραψα στο ημερολόγιό μου αμέσως μετά –και με αφορμή– την επίσκεψή μου στην 1η Έκθεση Αρχιτεκτονικού Έργου, στη Νέα Πινακοθήκη του Δήμου Αθηναίων. Πολλά από τα έργα συναδέλφων, όπως και η συνολική προσπάθεια του Συλλόγου, ήταν συγκινητικά. Η έκθεση διαρκεί ως τις 3 Ιουνίου 2013, κι αξίζει να την επισκεφθούν όσοι δεν το ’χουν, ως τώρα, κάνει.
2. Απατηλά απλή τη χαρακτηρίζει ο Δημήτρης Φιλιππίδης, στην περίπτωση του Άρη Κωνσταντινίδη, στο βιβλίο του Νεοελληνική αρχιτεκτονική, Εκδοτικός Οίκος Μέλισσα, 1984, σελ. 370.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην Περιοδική Έκδοση, τεύχος 04, Ιούλιος/Αύγουστος 2013