Ερωτήματα για τον χωρικό σχεδιασμό… Απαντήσεις για το Ελληνικό | “αρχιτέκτονες”
γράφει η Φερενίκη Βαταβάλη
Το τελευταίο διάστημα ο χωρικός σχεδιασμός στην Ελλάδα βρίσκεται στο επίκεντρο σφοδρών αλλαγών. Οι κεντρικές πολιτικές, σε άμεση συνάρτηση με τις μνημονιακές επιταγές και τις πιέσεις της αγοράς, έχουν οδηγήσει στη διαμόρφωση ενός υπερ-νεοφιλελεύθερου συστήματος, που όσο περνάει ο καιρός απορρυθμίζεται όλο και περισσότερο.
Εμβληματικό παράδειγμα για να αναδειχθούν οι τροπές του σχεδιασμού είναι το Ελληνικό. Παρά το μακρύ ιστορικό των σχεδιασμών, των πολιτικών δεσμεύσεων και των κοινωνικών διεκδικήσεων για τη δημιουργία μητροπολιτικού πάρκου, η έκταση του Ελληνικού, δηλαδή του πρώην αεροδρομίου και της παραλίας του Αγ. Κοσμά, αποτελεί ένα από τα ακίνητα του Δημοσίου για το οποίο έχει δρομολογηθεί η ιδιωτικοποίηση και η πολεοδόμησή του. Μέσα από το παράδειγμα του Ελληνικού θα επιδιώξουμε να ψηλαφίσουμε ορισμένα θεμελιώδη ερωτήματα για τον χωρικό σχεδιασμό (στην Αθήνα και όχι μόνο) σήμερα.
— Ποιος σχεδιάζει;
Βασική παράμετρος στο νέο τοπίο χωρικού σχεδιασμού είναι η απόσυρση του κρατικού μηχανισμού και η δημιουργία νέων ανεξάρτητων δομών σχεδιασμού και λήψης αποφάσεων για ζητήματα του χώρου που δρουν υπό ένα ειδικό καθεστώς εξουσιών. Το πανίσχυρο ΤΑΙΠΕΔ αποτελεί το όχημα για την ολοκλήρωση του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων που με αμιγώς οικονομικά κριτήρια αποφασίζει –ανάμεσα σε άλλα– για το μέλλον των δημόσιων ακινήτων που του έχουν μεταβιβαστεί. Ειδικά στην περίπτωση του Ελληνικού, πέρα από το ΤΑΙΠΕΔ, η ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΕ είναι ο φορέας εκείνος που συστάθηκε για τη διαχείριση της έκτασης του Ελληνικού και που προβλέπεται να εμπλακεί στο μελλοντικό έργο ως «το μάτι του κράτους», ενώ το Γραφείο Ελληνικού, σε ρόλο one-stop-shop, έχει αναλάβει το σύνολο των αδειοδοτήσεων με fast-track διαδικασίες. Την ίδια στιγμή οι κεντρικές υπηρεσίες των υπουργείων με αρμοδιότητες σε θέματα σχεδιασμού και περιβαλλοντικών αδειοδοτήσεων –μεταξύ των οποίων και ο υπό κατάργηση ΟΡΣΑ– όχι απλώς αποκλείονται από το σχεδιασμό του Ελληνικού, αλλά χάνουν γενικότερα το αντικείμενό τους σε μια πορεία περιορισμού του κοινωνικού ελέγχου και συρρίκνωσης του δημόσιου τομέα.
— Πώς σχεδιάζει;
Μαζί με τις νέες δομές που έχουν αναλάβει τον χωρικό σχεδιασμό έχουν θεσμοθετηθεί και νέα εργαλεία, διαμορφώνοντας ουσιαστικά ένα ευέλικτο σύστημα που παρακάμπτει υφιστάμενες ρυθμίσεις και σχεδιασμούς και ευνοεί συγκεκριμένες επενδύσεις. Υιοθετούνται ειδικές κατά παρέκκλιση ρυθμίσεις, που, για παράδειγμα, στο Ελληνικό συμπυκνώνονται σε ειδικό νόμο (Ν. 4062/2012) για τις χρήσεις γης, τους όρους δόμησης, τις αδειοδοτικές διαδικασίες και τις αρμοδιότητες των νεοσυσταθέντων φορέων. Επιπλέον, ακυρώνεται οποιαδήποτε διαδικασία διαβούλευσης και συμμετοχής, ενώ αγνοούνται σχεδιασμοί δεκαετιών, αλλά και τα αιτήματα και οι προτάσεις της τοπικής αυτοδιοίκησης, επιστημονικών φορέων και τοπικών κινημάτων, ακυρώνοντας πρακτικά κάθε διάσταση δημοκρατικότητας στο σχεδιασμό. Ουσιαστικά προωθούνται αποσπασματικές επιλογές σύμφωνα με τα επενδυτικά ενδιαφέροντα, καταργώντας στην πράξη οποιαδήποτε προοπτική για έναν ολοκληρωμένο σχεδιασμό σε περιφερειακό, μητροπολιτικό και τοπικό επίπεδο. Ειδικά για ένα θέμα μητροπολιτικής σημασίας όπως το Ελληνικό και γενικότερα το παράκτιο μέτωπο της Αθήνας, θα ήταν –αν μη τι άλλο– απαραίτητο ένα επικαιροποιημένο ρυθμιστικό σχέδιο που να απαντά στις σημερινές ανάγκες των κατοίκων και τα προβλήματα της πόλης. Ωστόσο, οι αποφάσεις για το Ελληνικό όχι απλώς λαμβάνονται ερήμην οποιουδήποτε μητροπολιτικού σχεδιασμού, αλλά φαίνεται ότι θα νομιμοποιηθούν εκ των υστέρων από το εκκολαπτόμενο (;) ρυθμιστικό σχέδιο της Αθήνας.
— Σχεδιασμός για ποιον;
Σε μια περίοδο συνολικών αναδιαρθρώσεων και αναδιανομής των πόρων σε βάρος των πολλών σαν αυτή που βιώνουμε, ο σχεδιασμός έχει στο επίκεντρο τη διευκόλυνση των μεγάλων επενδύσεων και τη διασφάλιση των κερδών για τους μεγάλους επενδυτές. Έμφαση δίνεται στην εξασφάλιση της μεγαλύτερης δυνατής ευελιξίας για τους επενδυτές, σε διαδικασίες που θα καρποφορήσουν σύντομα και σε όρους που θέτουν το κράτος εγγυητή της επένδυσης. Η περίπτωση του Ελληνικού –αν και το έργο δεν έχει ακόμα προχωρήσει– είναι και πάλι ενδεικτική: το θεσμικό πλαίσιο που διαμορφώθηκε για την «αξιοποίησή» του δίνει απεριόριστες επενδυτικές δυνατότητες, οι διαδικασίες αδειοδότητησης είναι γρήγορες και το κράτος καλείται να καλύψει το τεράστιο κόστος των απαιτούμενων υποδομών. Την ίδια στιγμή, οι σχεδιασμοί που έχουν δρομολογηθεί για το Ελληνικό υφαρπάζουν από τους κατοίκους της Αθήνας ένα χώρο που καταγράφεται ως η τελευταία ευκαιρία για την απόκτηση ενός πάρκου μητροπολιτικής εμβέλειας, καταργούν υφιστάμενες δημόσιες και κοινωφελείς υποδομές, ακυρώνουν τον κοινόχρηστο χαρακτήρα της παραλίας και του αιγιαλού, αδιαφορούν για την ιστορία και την πολιτιστική κληρονομιά του χώρου.
— Για ποιο μοντέλο πόλης;
Οι κεντρικές πολιτικές για το χώρο και την πόλη εστιάζουν σε μεγάλες αστικές αναπτύξεις κυρίως του τριτογενούς τομέα. Είναι μια τάση που είχε εκδηλωθεί πριν την κρίση, αλλά πλέον μοιάζει να απειλεί με σοβαρή διάρρηξη τον αστικό ιστό της Αθήνας, ασκώντας μεγάλες πιέσεις στη μικρή ιδιοκτησία, το μικρό και μεσαίο κατασκευαστικό κεφάλαιο και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, που έχουν σημαδέψει τις διαδικασίες αστικής ανάπτυξης μεταπολεμικά. Μεγάλες αναπτύξεις με κατοικίες, τουριστικά καταλύματα, εμπορικά κέντρα και χώρους διασκέδασης, όπως αυτή που προετοιμάζεται για το Ελληνικό, δεν είναι ότι θα διαλύσουν την τοπική εμπορική αγορά και αγορά ακινήτων, ούτε ακόμα ότι θα απονευρώσουν το κέντρο της Αθήνας. Μια τέτοια ανάπτυξη ωθεί την πόλη σε ανεξέλεγκτη διάχυση με κύριο άξονά της την εκμετάλλευση της γης και τις προτεραιότητες του κατασκευαστικού και κτηματομεσιτικού κεφαλαίου. Πρόκειται για ένα μοντέλο που έχει δοκιμαστεί και εδώ και αλλού, και του οποίου τις καταστροφικές συνέπειες αντιμετωπίζουμε άμεσα στο πλαίσιο της πολύμορφης κρίσης που ζούμε.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην Περιοδική Έκδοση, τεύχος 03, Ιούνιος 2013