ΣτΕ 1587/2010 Τμ. Ε΄ Θέμα : Ανακατασκευή κτίσματος στην Ύδρα
Δεν είναι επιτρεπτή η καταστροφή στοιχείων, τα οποία είναι ιδιαιτέρως σημαντικά για τη διατήρηση της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς ούτε επέμβαση, η οποία συνεπάγεται μεταβολή του πολεοδομικού ιστού αρχιτεκτονικού συνόλου ή άρση της φυσιογνωμίας ή διάρρηξη της ομοιογένειας ορισμένου τόπου. Οι όροι και περιορισμοί δόμησης, που αφορούν παραδοσιακούς οικισμούς, πρέπει να αποσκοπούν στη διατήρηση και ανάδειξη της φυσιογνωμίας τους, δεν επιτρέπεται δε να είναι δυσμενέστεροι για το περιβάλλον από τους όρους και περιορισμούς που ίσχυαν προηγουμένως. Για την ανέγερση κτίσματος σε αρχαιολογικό χώρο ή σε ιστορικό τόπο ή σε τόπο ιδιαιτέρου φυσικού κάλλους, ο οποίος χρήζει ειδικής κρατικής προστασίας και αποτελεί ενιαίο μνημειακό σύνολο, όπως η Ύδρα καθώς και για οποιαδήποτε επέμβαση σε κτίσμα εντός του χώρου αυτού ή για την ολική ή μερική κατεδάφισή του, είτε είναι παλαιότερο του χαρακτηρισμού είτε μεταγενέστερο, απαιτείται άδεια της αρχαιολογικής υπηρεσίας. Είναι δυνατόν να επιτραπεί στην Ύδρα ανοικοδόμηση όχι μόνον οικοπέδων, επί των οποίων υπήρχαν κτίσματα κατά τη θέση σε ισχύ των περί μνημειακού χαρακτήρα διατάξεων, αλλά και οικοπέδων, επί των οποίων κατά την κρίση του Υπουργείου Πολιτισμού και Επιστημών, βάσει συμβολαίων, αυτοψίας ή άλλων στοιχείων, προϋπήρξαν κτίσματα οποτεδήποτε, έστω και πριν τη θέση σε ισχύ των περί προστασίας της νήσου Ύδρας διατάξεων. Επιτρέπεται επομένως ανακατασκευή οικοδομήματος παρομοίου προς εκείνο, του οποίου η ύπαρξη μπορεί να αποδειχθεί και κατά μείζονα λόγο, η αποκατάσταση οικοδομήματος στη μορφή, την οποία μπορεί να αποδειχθεί ότι είχε πάντοτε υπό τους τυχόν προσθέτους ισχύοντες όρους και περιορισμούς. Το καθεστώς προστασίας του οικισμού της Ύδρας, το οποίο έχει επιβληθεί προκειμένου να διαφυλάσσεται η σχέση δομημένου – αδόμητου χώρου και να μην διασπάται το ιδιαίτερο (βραχώδες) φυσικό ανάγλυφο της νήσου, με αποτέλεσμα την αλλοίωση του μνημειακού χαρακτήρα του οικισμού, ο οποίος προστατεύεται ως σύνολο, δεν έχει επηρεασθεί από τις διατάξεις του Ν 3028/2002 και εξακολουθεί να ισχύει στο σύνολό του.