Περίληψη Εισήγησης

 

Τίτλος: Αστικές στρατηγικές και οι αντοχές του Ευκλείδη

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Η προτεινόμενη εισήγηση περιγράφει ΅ια ενδιαφέρουσα τάση που παρατηρείται σή΅ερα στη δο΅ή αρχιτεκτονικών εκπαιδευτικών προγραμμάτων σε παγκόσμιο επίπεδο. Καθώς οι εξελίξεις στον το΅έα των ψηφιακών τεχνολογιών φέρνουν ση΅αντικές αλλαγές σε διάφορα πεδία της ανθρώπινης δραστηριότητας, γινό΅αστε ΅άρτυρες της αποδέσ΅ευσης της αρχιτεκτονικής εκπαίδευσης από τα δεσ΅ά του φορ΅αλισ΅ού και τη στροφή της προς ΅ια νέα κατεύθυνση που περιλα΅βάνει στρατηγικό σχεδιασ΅ό και τεχνικές ανοιχτών συστη΅άτων. Η εισήγηση αρχικά θα παρουσιάσει τα ευρύ΅ατα του ερευνητικού προγρά΅΅ατος "Αστικές Στρατηγικές και οι Αντοχές του Ευκλείδη" που λα΅βάνει χώρα στο Αριστοτέλειο Πανεπιστή΅ιο Θεσσαλονίκης. Το πρόγρα΅΅α διερευνά τους τρόπους ΅ε τους οποίους 51 εργαστηριακά ΅αθή΅ατα σε αρχιτεκτονικές σχολές ανά τον κόσ΅ο (Ευρώπη, Α΅ερική,
Αυστραλία) ΅ελετούν την πολυπλοκότητα των σύγχρονων πόλεων και προτείνουν αστικές στρατηγικές ΅έσα από αναβαθ΅ισ΅ένα προγρά΅΅ατα σπουδών που συνδιάζουν το σχεδιασ΅ό ΅ε την έρευνα και τη χρήση ψηφιακών ΅έσων. Είναι ση΅αντικό να αναφερθεί στο ση΅είο αυτό ότι τα ευρύ΅ατα της πρώτης φάσης του ερευνητικού προγρά΅΅ατος ενισχύθηκαν από τις διατυπώσεις διακεκρι΅ένων αρχιτεκτόνων που διδάσκουν σε ακαδη΅αϊκά ιδρύ΅ατα του εξωτερικού σε συνεντεύξεις τους που παραχώρισαν στα ΅έλη της ερευνητικής ο΅άδας.

Η εισήγηση θα κλείσει ΅ε ΅ια πρόταση για ένα νέο τύπο εργαστηριακού ΅αθή΅ατος, οργανω΅ένου σαν ένα δίκτυο ΅αθη΅άτων και υποστηριζό΅ενου από σύγχρονα ψηφιακά εργαλεία και τεχνικές. Η πρόταση εφαρ΅όζει ένα θεωρητικό ΅οντέλο επεξεργασίας πληροφορίας και ΅εθοδολογικά βασίζεται σε ΅ια διευρυ΅ένη ΅ορφή των εργαστηρίων (studios) έτσι ώστε να περιλα΅βάνουν και τη διδασκαλία θεωρητικών ΅αθη΅άτων, προσαρ΅οσ΅ένα στα δεδο΅ένα συγκεκρι΅ένων σχεδιαστικών ζητη΅άτων, αλλά κυρίως να επιτρέπει την ά΅εση επαφή του διδασκό΅ενου ΅ε την πληροφορία του περιβάλλοντος στο ΅εγαλύτερο κατά το δυνατόν εύρος της. Η πρόταση αυτή στοχεύει όχι ΅όνο στο τ΅ή΅α αρχιτεκτόνων του ΑΠΘ αλλά και σε άλλες αρχιτεκτονικές σχολές που έχουν ΅εν υιοθετήσει τα ψηφιακά εργαλεία αλλά δεν έχουν συγκροτήσει ακό΅α ΅ια ολοκληρω΅ένη ψηφιακή κατεύθυνση.

ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΟΜΑΔΑ:
Αρίστη Παπαδοπούλου, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια ΑΠΘ
Σταύρος Βεργόπουλος, Λέκτορας ΑΠΘ
Μαριάνθη Λιάπη, Επιστη΅ονική Συνεργάτης, ΑΠΘ

 

Εισήγηση

 

ΑΣΤΙΚΕΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΕΣ ΚΑΙ ΑΝΤΟΧΕΣ ΤΟΥ ΕΥΚΛΕΙΔΗ
Ερευνητικό Πρόγραμμα του Τμήματος Αρχιτεκτόνων Θεσσαλονίκης

Σταύρος Βεργόπουλος, Μαριάνθη Λιάπη, Tίτη Παπαδοπούλου

Παρουσίαση στην Ημερίδα του ΣΑΔΑΣ-ΠΕΑ
«Πολιτικές για την Αρχιτεκτονική και το Αστικό Περιβάλλον στην Ελλάδα»
Σάββατο 24-02-2007

Οι προκλήσεις της εποχής μας δημιουργούν πρωτοφανείς απαιτήσεις αναφορικά με την επαγγελματική πρακτική αλλά κυρίως την εκπαίδευση και την κατάρτιση των αρχιτεκτόνων. Η ένταση των κοινωνικών αλλαγών απαιτεί μεταβολές σε θεμελιώδεις αρχές της αρχιτεκτονικής εκπαίδευσης έτσι ώστε να ανταποκρίνεται στην εγκαθίδρυση των τεχνολογιών πληροφορίας και επικοινωνίας. Οι πολυπλοκότητες που τίθενται από τη νέα πραγματικότητα στον τρόπο που μαθαίνουμε και διδάσκουμε σαν αρχιτέκτονες είναι μεγάλες και αναπόφευκτες. 

Το ερευνητικό πρόγραμμα «Αστικές Στρατηγικές και οι Αντοχές του Ευκλείδη» ενδιαφέρεται για την αυξανόμενη τάση σύγχρονων σχεδιαστικών παρεμβάσεων να επαναπροσδιορίσουν την πόλη ακολουθώντας νέες προσεγγίσεις και χρησιμοποιώντας ψηφιακά εργαλεία και μέσα σχεδιασμού. Το πρόγραμμα εντάσσεται στο πλαίσιο του ΕΠΕΑΕΚ ΠΥΘΑΓΟΡΑΣ ΙΙ και εκπονείται στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης με κύριους ερευνητές τον Σταύρο Βεργόπουλο, Λέκτορα του Τμήματος, και τη Μαριάνθη Λιάπη, Επιστημονική Συνεργάτιδα. Το πρόγραμμα συντονίζεται από την Τίτη Παπαδοπούλου, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια.

Το πρόγραμμα στοχεύει στη διερεύνηση της υιοθέτησης, από διακεκριμένα πανεπιστημιακά εργαστήρια σχεδιασμού, προωθημένων προγραμμάτων σπουδών τα οποία συνδυάζουν το σχεδιασμό με την έρευνα χρησιμοποιώντας ψηφιακές τεχνολογίες. Αυτή η κατεύθυνση εμφανίζεται παράλληλα με την εγκατάλειψη συμβατικών γραμμικών προσεγγίσεων σχεδιασμού και τη φιλοξενία τεχνικών ανοικτών συστημάτων. Μας ενδιαφέρει να διερευνήσουμε πως αυτά τα εργαστήρια «διαβάζουν» τη σύγχρονη πόλη και πως αντιμετωπίζουν την αυξανόμενη πολυπλοκότητα του αστικού χώρου, τους συνεχείς μετασχηματισμούς του, την έλλειψη διαβάθμισης της πληροφορίας και τη διάχυση ορίων και εννοιών μέσα σε ένα τέτοιο χωρικό σύστημα. 

Το παιδαγωγικό μας ενδιαφέρον αφορά στη νέα διαλεκτική ανάμεσα στην «ανάγνωση» και την «αναπαράσταση» της πόλης, ανάμεσα στην «ανάλυση» και την «εξέλιξή» της, ανάμεσα, τελικά, στη «θεωρία» και στο «σχεδιασμό» και αυτό υπό το πρίσμα των νέων συνθηκών που οι ψηφιακές τεχνολογίες επιφέρουν στην αρχιτεκτονική εκπαίδευση. Θέλουμε να μελετήσουμε εάν και πώς τα ψηφιακά εργαλεία σχεδιασμού χρησιμοποιούνται για να αναπτυχθούν νέες αστικές στρατηγικές, εάν και πόσο ο Ευκλείδειος χώρος εξακολουθεί να είναι ένα επαρκές σύστημα περιγραφής της σημερινής αστικής πολυπλοκότητας. 

Το κριτήριο επιλογής και καταγραφής των προσεγγίσεων στα εργαστήρια σχεδιασμού ήταν η έμφαση στη δυναμική του αστικού χώρου και το ενδιαφέρον τους στη χρήση ψηφιακών τεχνολογιών και εργαλείων. ’ρα δεν έγινε μια γενικευμένη στατιστική ανάλυση αλλά εντοπίσαμε μια σειρά απόψεων οι οποίες συγκλίνανε ως προς το αντικείμενο και τον τρόπο της μελέτης. Συγκεκριμένα αναλύθηκε ένας αριθμός εργαστηρίων μέσα από τα ακαδημαϊκά προγράμματα σπουδών και στη συνέχεια προσεγγίσαμε τους συντονιστές των εργαστηρίων καθώς και τους επικεφαλής των προγραμμάτων. 

Οι τρόποι συμμετοχής ήταν δύο.  Καταρχάς συνταχθήκαν ερωτηματολόγια τα οποία ήταν δομημένα έτσι ώστε να επιτρέπουν την καταγραφή γενικών απόψεων για την πόλη αλλά και συγκεκριμένων μεθοδολογιών που χρησιμοποιούνται σε κάθε εργαστήριο. Τα ερωτηματολόγια συνοδευόταν από την επισκόπηση δημοσιεύσεων των διδασκόντων και δευτερευόντως από τη συλλογή εικόνων από φοιτητικές εργασίες. 

Ο δεύτερος τρόπος συμμετοχής ήταν συνεντεύξεις συγκεκριμένων ακαδημαϊκών, οι οποίοι εμφανίζονται να έχουν έναν κυρίαρχο ρόλο στη διαμόρφωση αυτής της τάσης.  Οι συνεντεύξεις δινόταν στο χώρο που γινόταν τα εργαστήρια και συνήθως συνοδευόταν από την παρακολούθηση μιας κριτικής των φοιτητικών εργασιών, μιας διάλεξης, ή απλά ενός μαθήματος.

Συνολικά στο πρόγραμμα αναλύθηκαν 51 εργαστήρια από 28 πανεπιστήμια (16 στην Ευρώπη, 11 στην Αμερική και 1 στην Αυστραλία) και γίνανε 11 συνεντεύξεις (Colin Fournier - Bartlett, Michael Hensel - AA, Greg Lynn - UCLA, Yale and the University of Applied Arts in Vienna, Verdan Mimica - Berlage, Jurgen Rosemann - TU Delft, Lars Speybroek - Kassel, Brett Steele - AA, Peter Trummer -Berlage, Alistair Turner - Bartlett, Ben Van Berkel - Frankfurt, και Laura Vaughan - Bartlett). 

Στο παρόν κείμενο παρουσιάζονται κάποια από τα σημαντικότερα συμπεράσματα.  Συγκεκριμένα, εντοπίζονται τρεις ενότητες συμπεριφοράς οι οποίες είναι κοινές, άλλοτε συνολικά και άλλοτε τμηματικά, και χαρακτηρίζουν τη νέα κατεύθυνση στην αρχιτεκτονική εκπαίδευση.  Αυτές επιγραμματικά είναι: α) Η πόλη περιγράφεται σαν ένα αυτό-οργανωμένο σύστημα, β) Προτείνονται στρατηγικές αντί των master plans, και γ) Εμφανίζεται ευρεία και καθολική χρήση ψηφιακών τεχνικών σχεδιασμού. 

α) Η πόλη σαν αυτό-οργανωμένο σύστημα
Υπάρχει μια κοινή ανάγνωση της πόλης σαν ένα πολύπλοκο, δυναμικό σύστημα με δυνατότητες αυτό-οργάνωσης και όχι σαν στατικό αντικείμενο μελέτης. Τα εργαστήρια ακολουθώντας μια προσέγγιση συστηματικής έρευνας πραγματικών συνθηκών στην πόλη και χρησιμοποιώντας ψηφιακά μέσα επιχειρούν να καταγράψουν μοτίβα δράσεων και συμπεριφορών ώστε να διαχειριστούν την πολυπλοκότητα της πόλης και τη μη-γραμμική αλληλουχία γεγονότων που αυτή συνεπάγεται. 

β) Στρατηγικές αντί των master plans
Η αντιμετώπιση ενός ανοικτού συστήματος βασίζεται στην απόρριψη παγιωμένων και απόλυτων λύσεων. Αυτή η αντιμετώπιση είναι αντίθετη με τη λογική του master plan.  Αντί αυτού, ο χειρισμός ενός ανοικτού συστήματος είναι η «αντίδραση» σαν απάντηση στη «δράση» ενός φαινόμενου. Συνεπώς ο σχεδιασμός εκδηλώνεται σαν μια οργανωμένη ανθρώπινη δραστηριότητα κατά την οποία οι πράξεις του σχεδιαστή αποτελούν την απάντηση στην πληροφορία από το περιβάλλον. Στρατηγική είναι το σύνολο των απαντήσεων σε μια σωρεία πιθανοτήτων εκδήλωσης ενός φαινόμενου ή θέματος. Σε αντίθεση με το master plan, η στρατηγική δεν μπορεί να είναι απόλυτη ούτε μοναδική και απαρτίζεται από πολλά επιμέρους σημεία τα οποία εκδηλώνονται σαν μια σειρά τοπικών παρεμβάσεων με διαδραστικό και αυτό-οργανωτικό χαρακτήρα. Προτείνεται, χωρίς να ορίζεται ή να περιγράφεται συνολικά, μια χωρική συμπεριφορά. Δεν υπάρχει διάθεση μιας συνολικής επίλυσης του προβλήματος. Η διαδοχή όμως των παρεμβάσεων επιφέρει σταδιακά τη δυναμική ισορροπία του συστήματος. Η αποτελεσματικότητα μιας στρατηγικής εξαρτάται από τη δυνατότητα προσαρμογής της σε κάθε περίπτωση. Αυτό εισάγει ένα θέμα πρόβλεψης πιθανών καταστάσεων. Σε αυτόν τον τομέα τα ψηφιακά μέσα, με τις δυνατότητες προσομοίωσης πολλών και ποικίλων καταστάσεων, επιτρέπουν την ανάπτυξη στρατηγικών αντιμετώπισης. 

γ) Ευρεία χρήση ψηφιακών τεχνικών σχεδιασμού
Ήδη από τη συζήτηση μέχρι τώρα φαίνεται η συμμετοχή των νέων ψηφιακών εργαλείων στην ανάπτυξη σχεδιαστικών προτάσεων. Έχουμε φτάσει σε τέτοιο επίπεδο ώστε οι εξελίξεις στο χώρο της έρευνας και του σχεδιασμού να προκύπτουν σε συνάρτηση με τις δυνατότητες που προσφέρουν οι νέες τεχνολογίες. Σήμερα η υποστήριξη του σχεδιασμού από τις ψηφιακές τεχνολογίες είναι συνεχής, καθολική και καταλυτική. Ξεπερνά κατά πολύ τις αναπαραστατικές δυνατότητες που έκαναν τους υπολογιστές αγαπητούς ιδιαίτερα στους νέους σχεδιαστές. Δεν μιλάμε μόνο για εντυπωσιακά φωτορεαλιστικά ούτε για σχέδια CAD αλλά για ψηφιακά εργαλεία που χρησιμοποιούνται σε όλες τις φάσεις ανάπτυξης μιας σχεδιαστικής πρότασης, όπως τεχνικές καταγραφής, μέτρησης δεδομένων, ανάλυσης, οπτικοποίησης, προσομοίωσης, μοντελοποίησης, mapping, αναπαράστασης, μετασχηματισμού, επεξεργασίας, παραγωγής πρωτοτύπων και αξιολόγησης.

Τα τρία κοινά σημεία αναφοράς που παρουσιάστηκαν μας επιτρέπουν να μιλήσουμε για μια «σχεδιαστική ευφυΐα», μια έκφραση που δίνει σημασία στο γεγονός ότι οι προτάσεις οι οποίες προάγονται αποτελούν μια ανταπόκριση σε προβλήματα που έχουν μεν διατυπωθεί αλλά το μεγαλύτερο μέρος των επιπτώσεών τους δεν έχει ακόμη εκδηλωθεί.  Οι στρατηγικές που προτείνονται προβλέπουν τη συνεχή μεταβολή των αναγκών και των απαιτήσεων και προσαρμόζονται σε ζητούμενα που παραμένουν κρυμμένα. Λαμβάνουν υπόψη τις συνιστώσες μιας «αόρατης πόλης», δυνάμεων δηλαδή που δρουν στο χώρο της μελέτης αλλά δεν είναι μετρήσιμες, δεν μπορούν να γίνουν αντιληπτά εξαρχής ή εμφανίζονται κατά τη διάρκεια ανάπτυξής της. 

Το πρόγραμμα «Αστικές Στρατηγικές και οι Αντοχές του Ευκλείδη» καταλήγει σε μια πρόταση ανασυγκρότησης της διδασκαλίας στα εργαστήρια σχεδιασμού η οποία οργανώνεται σαν ένα δίκτυο μαθημάτων. Η πρόταση βασίζεται στην υπόθεση ότι διαφορετικά είδη γνώσης που εμφανίζονται κατά την ανάπτυξη ενός σχεδιαστικού θέματος μπορούν να διδάσκονται από διαφορετικούς διδάσκοντες στο πλαίσιο όμως ενός συγκεκριμένου εργαστηρίου. Έτσι διακρίνει τρία διαφορετικά είδη σχεδιαστικής γνώσης (design knowledge).  Αυτά είναι η επεξηγηματική γνώση (declarative knowledge) που σχετίζεται με το «τι είναι κάτι», η διαδικαστική γνώση (procedural knowledge) που σχετίζεται με το «πως κάνω κάτι» και βέβαια η γνώση που αφορά το πλαίσιο και τις συνθήκες του πεδίου στο οποίο ο σχεδιασμός (contextual knowledge) που σχετίζεται με το «που και πότε κάνω κάτι».  Παίρνει υπόψη της επίσης τη λειτουργία μιας κατευθυντήριας ρύθμισης ή ελέγχου της δραστηριότητας κατά το σχεδιασμό (regulation of flow of knowledge) που σχετίζεται με το «γιατί κάνω κάτι». 

Μπορούμε να φανταστούμε λοιπόν τη διδασκαλία των τριών αυτών ειδών γνώσης να γίνεται από κάποια κομβικά μαθήματα ενός δικτύου εργαστηρίων. Οι κόμβοι αυτοί λειτουργούν σαν «δεξαμενές γνώσης» (knowledge tanks) και από αυτούς τα εργαστήρια αντλούν πληροφορία όταν το απαιτούν οι συνθήκες εξέλιξης ενός σχεδιαστικού θέματος. Για παράδειγμα, ένας ιστορικός μπορεί να βοηθά στην αναγνώριση του πεδίου, ένας κοινωνιολόγος στη συγκρότηση ενός θεωρητικού μοντέλου, ένας μαθηματικός στην ανάλυση δεδομένων και φυσικά γνώστες των ψηφιακών τεχνικών στην επεξεργασία του θέματος στους υπολογιστές.  Πάντοτε βέβαια ο έλεγχος της δραστηριότητας (regulation of flow) γίνεται από τον ίδιο το σχεδιαστή σε στενή συνεργασία με τον υπεύθυνο του εργαστηρίου. Αυτό διασφαλίζει ότι οι στόχοι της σχεδιαστικής δραστηριότητας παραμένουν ευδιάκριτοι, ακόμη και αν αναδιατυπώνονται συνεχώς, και ότι υπάρχει ένας τρόπος επίλυσης περιπτώσεων ασυμβατότητας ή διάστασης των απόψεων των διαφόρων επιμέρους διδασκόντων. 

Η πρόταση αυτή εξασφαλίζει ότι η θεωρητική γνώση που παρέχεται από ένα πρόγραμμα σπουδών δεν είναι γενική και αφηρημένη αλλά προσαρμόζεται στα δεδομένα και στις συνθήκες συγκεκριμένων σχεδιαστικών ζητημάτων. Κυρίως όμως αναπτύσσει την έρευνα πεδίου. Βασίζεται στην άμεση επαφή του διδασκόμενου με την πληροφορία του περιβάλλοντος στο μεγαλύτερο δυνατό βάθος και εύρος της. 

Φιλοδοξούμε η πρόταση αυτή να αποτελέσει μια βάση συζήτησης για την ανασυγκρότηση του προγράμματος σπουδών αρχιτεκτονικών σχολών που υιοθετούν την εκτεταμένη χρήση ψηφιακών μέσων και προάγουν μια νέα διαλεκτική στην αντιμετώπιση των ζητημάτων του αστικού χώρου.

 

 


Αρχή σελίδας