Περίληψη Εισήγησης

 

Τίτλος: Το αστικό περιβάλλον ως πλαίσιο άσκησης αρχιτεκτονικής: η σημερινή εικόνα, η νομοθεσία και οι πολιτικές

ΣΕΠΟΧ/Μόνιμη Επιτροπή Πολεοδομικής Χωροταξικής και Περιβαλλοντικής Πολιτικής
Φ.Αναιρούση, Μ.Ευαγγελίδου, Ρ.Καλοκάρδου, αρχιτέκτονες-πολεοδόμοι

Περίληψη

Το φυσικό περιβάλλον, η κοινωνία, ο πολιτισμός, η οικονομία, αποτελούν βασικές συνιστώσες στη διαμόρφωση των πλαισίων της αρχιτεκτονικής δραστηριότητας.

Η  σημερινή εικόνα του αστικού περιβάλλοντος στην Ελλάδα, εκτός εξαιρέσεων, χαρακτηρίζεται από χαμηλή ποιότητα αισθητικά, πολεοδομικά, κοινωνικά, περιβαλλοντικά, πολιτισμικά αλλά και αρχιτεκτονικά. Κύρια προβλήματα: άναρχη αστική διάχυση, επιβάρυνση και αλλοίωση του φυσικού και δομημένου περιβάλλοντος, ελλιπείς υποδομές, μη προσαρμοσμένες αρχιτεκτονικές και άλλες παρεμβάσεις, υποβάθμιση της ποιότητας ζωής των κατοίκων, με τις συνακόλουθες κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις.

Ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα: η αλλαγή χρήσης περιαστικών και εξωαστικών αγροτικών ή/και δασικών περιοχών για την ανάπτυξη εγκαταστάσεων ειδικών χρήσεων π.χ. τουριστικών, παραθεριστικων κ.α. Κύριες επιπτώσεις: μείωση ή καταστροφή γεωργικής γης υψηλής παραγωγικότητας και δασικών εκτάσεων, υπερβολική φόρτιση της παράκτιας ζώνης, περιβαλλοντική υποβάθμιση, αλλοίωση των κοινωνικοοικονομικών δομών της περιφέρειας.

Αίτια της ανεξέλεγκτης αστικοποίησης: η έλλειψη σχεδιασμού ή η αδυναμία εφαρμογής του, η πολεοδομική νομοθεσία και η καταστρατήγησή της, η απεριόριστη δυνατότητα δόμησης εκτός σχεδίου, η ένταξη σε σχέδιο περιοχών πολλαπλάσιας έκτασης από την αναγκαία, η αυθαίρετη δόμηση, η εμπορευματοποίηση και οικοδομική εκμετάλλευση της γης. Η προγραμματική νομιμοποίηση των αυθαιρέτων σε τακτά χρονικά διαστήματα, η οικοπεδοποίηση δασικών εκτάσεων προκαλούν την επαναλαμβανόμενη καταστρατήγηση της νομοθεσίας.

Τα κυριότερα αίτια της διαμόρφωσης του αστικού περιβάλλοντος στην Ελλάδα δεν είναι άλλα από τις εκάστοτε πολιτικές που επεβλήθησαν μέσω διαφόρων κανονιστικών ρυθμίσεων, με κυριότερο τον ρόλο του Γ.Ο.Κ: γενικοί κανόνες ίδιοι για όλες τις πόλεις σε οικόπεδα συνήθως μικρά, έλλειψη ειδικών κανονισμών δόμησης για τις μικρότερες πόλεις αλλά και για ειδικές περιοχές στις μητροπόλεις. Ο τρόπος που μεγάλωσαν οι πόλεις με την έντονη μεταπολεμική αστικοποίηση, η εικόνα που προέκυψε μετά την ένταξη των αυθαιρέτων στο σχέδιο, η «αυθόρμητη» δόμηση, αποδείχθηκαν πολύ ισχυροί παράγοντες για να ανατραπεί το τοπίο με νέες πολιτικές.

Παρόλο που ο Γ.Ο.Κ. του 1985 θέλησε να προασπίσει την αρχιτεκτονική ελευθερία έναντι των προηγούμενων, προβλέποντας δυνατότητες προσαρμογής στο εκάστοτε αστικό περιβάλλον, σήμερα 20 χρόνια μετά, οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι δεν έγινε χρήση αυτών των δυνατοτήτων , που τελικά λειτούργησαν ισοπεδωτικά και δεν στάθηκε ικανός να εξασφαλίσει την αρχιτεκτονική ποιότητα έναντι της αδηφάγου εργολαβικής εκμετάλλευσης. Η αναζήτηση των αιτίων αυτών των διαπιστώσεων συνδέεται ασφαλώς με την προτίμηση της μικροπολιτικής έναντι των κοινωνικών κριτηρίων, εις βάρος των κριτηρίων αρχιτεκτονικής σύνθεσης μέσα στην πόλη. Οι αρχές της ρυμοτομίας προηγούμενων ιστορικών περιόδων τείνουν να εκλείψουν από την προβληματική του σχεδιασμού της αστικής ανάπτυξης. Η πολιτική διεύρυνσης του δημόσιου χώρου της πόλης μετά τον νέο Γ.Ο.Κ. εγκαταλείφθηκε.

Στα παραπάνω συνηγορεί το γεγονός ότι, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, δεν αναπτύχθηκε στις ελληνικές πόλεις η πολιτική των λεγομένων «μεγάλων στρατηγικών παρεμβάσεων» που έδωσε διεθνώς την ευκαιρία σύνδεσης της πολεοδομίας με την αρχιτεκτονική και υπέρβασης των κανονιστικών πλαισίων της τρέχουσας πολεοδομικής πρακτικής. Το μεγάλο λανθάνον δυναμικό που υπάρχει στην Ελλάδα αναμένει ολοκληρωμένες πολιτικές αναπλάσεων. Η ανάδειξή του θα εξαρτηθεί από την δυνατότητα εφαρμογής πολιτικών συντονισμού μεταξύ των συναρμοδίων φορέων και του ιδιωτικού τομέα καθώς και ενιαίας διαχειριστικής αντίληψης, με στόχο την «πόλη» και όχι  την κακώς εννοούμενη «αξιοποίηση».

Θετικές επιπτώσεις στην μελλοντική εικόνα του αστικού περιβάλλοντος αναμένεται να έχουν οι σημερινές πολιτικές που ενσωματώνουν παγκόσμιες και κοινοτικές αρχές περιβαλλοντικής προστασίας, κοινωνικής ανασυγκρότησης και ολοκληρωμένης (integral) αντιμετώπισης (Ατζέντα 21, Habitat Agenda), μέσω πιλοτικών  προγραμμάτων και κοινοτικών πρωτοβουλιών (URBAN κ.α.)

Συλλογική εργασία Φ.Αναιρούση, Μ.Ευαγγελίδου, Ρ.Καλοκάρδου, 8/2/2007.

 

Εισήγηση

 

«ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΚΑΙ ΤΟ ΑΣΤΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ»  Ημερίδα ΣΑΔΑΣ-ΠΕΑ, Αθήνα 24-2-2007.

Το αστικό περιβάλλον ως πλαίσιο άσκησης αρχιτεκτονικής: η σημερινή εικόνα, η νομοθεσία και οι πολιτικές .

ΣΕΠΟΧ/Μόνιμη Επιτροπή Πολεοδομικής Χωροταξικής και Περιβαλλοντικής Πολιτικής
Ρ.Καλοκάρδου, Φ.Αναιρούση, Μ.Ευαγγελίδου, αρχιτέκτονες-πολεοδόμοι

Εισαγωγή
Η αρχιτεκτονική δεν είναι η μοναδική συνιστώσα στη διαμόρφωση του χώρου: φυσικό περιβάλλον, κοινωνία, πολιτισμός, οικονομία και άλλοι παράγοντες προσδιορίζουν τα πλαίσια της αρχιτεκτονικής δραστηριότητας και δέχονται αντίστοιχα τις επιπτώσεις της σε μια συνεχή ανάδραση. Το αστικό περιβάλλον διαμορφώνεται διαχρονικά από τη σχέση και την δυναμική των συνιστωσών αυτών και έχει σαν αποτέλεσμα σε κάθε εποχή να καθρεφτίζει ακριβώς τις σχέσεις, τις διαστάσεις και τις αντιθέσεις τους: ένταξη στο φυσικό περιβάλλον, κοινωνική συνοχή, πολιτισμική άνθηση παλαιότερα, οικονομική ανάπτυξη σήμερα. Στα πλαίσια αυτά, η αρχιτεκτονική ως θεμελιώδες στοιχείο της ιστορίας, του πολιτισμού και του τρόπου ζωής κάθε χώρας, εκφράζει όλα αυτά μαζί σε κάθε εποχή και διαμορφώνει την πολύτιμη κληρονομιά της.

Το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην διακήρυξη για την ποιότητα (ΕΕ2001), - θεωρεί την αρχιτεκτονική ποιότητα ως συστατικό στοιχείο του περιβάλλοντος χώρου, αγροτικού και αστικού.
- επισημαίνει την σημασία της ιστορικής συνέχειας, της ποιότητας των δημόσιων χώρων, την κοινωνική όσμωση και τον πλούτο της αστικής ποικιλομορφίας στα κοινά χαρακτηριστικά των ευρωπαϊκών πόλεων,
- διαπιστώνει το γεγονός ότι μια ποιοτική αρχιτεκτονική βελτιώνει το πλαίσιο ζωής και την σχέση των πολιτών με το περιβάλλον τους και συμβάλλει στην κοινωνική συνοχή, στην απασχόληση, στην περιφερειακή και οικονομική ανάπτυξη, και
- Ενθαρρύνει τα κράτη-μέλη για τη γνώση και προαγωγή της αρχιτεκτονικής και του αστικού σχεδιασμού, την ευαισθητοποίηση των πολιτών, την διατήρηση της κληρονομιάς, την αναζήτηση της αρχιτεκτονικής ποιότητας και την ενσωμάτωσή της, μέσα από  κοινοτικές δράσεις, προγράμματα και χρηματοδοτήσεις.

Το αστικό περιβάλλον στην Ελλάδα
Αντίθετα από το φυσικό περιβάλλον, για το οποίο υπάρχουν πολιτικές και θεσμικό πλαίσιο προστασίας, το αστικό περιβάλλον στην Ελλάδα μένει χωρίς διαμορφωμένες ποιοτικές πολιτικές προστασίας ή ανάπτυξης και εξελίσσεται ανεξέλεγκτα τόσο προς τα έξω όσο και στο εσωτερικό του.

Η σημερινή εικόνα
Σήμερα η εικόνα του, εκτός από λίγες εξαιρέσεις, χαρακτηρίζεται από χαμηλή ποιότητα τόσο από πλευράς αισθητικής, όσο και πολεοδομικής, κοινωνικής, περιβαλλοντικής, πολιτισμικής αλλά και από πλευράς αρχιτεκτονικής.  Από τα προβλήματα που εμφανίζονται, τα κυριότερα είναι η άναρχη αστική διάχυση, η επιβάρυνση και αλλοίωση του φυσικού και δομημένου περιβάλλοντος, οι ελλιπείς υποδομές και η υποβάθμιση της ποιότητας ζωής.

Στο εσωτερικό  του αστικού ιστού η φυσιογνωμία και ο χαρακτήρας διαχρονικά αλλοιώνονται και σταδιακά χάνεται η συνοχή του από μη προσαρμοσμένες αρχιτεκτονικές και άλλες παρεμβάσεις, (π.χ. δίκτυα υποδομής μεταφορών, ανεπιτυχής χωροθέτηση νέων λειτουργιών και χρήσεων, αύξηση υψών και συντελεστών, δημιουργία κτιρίων μνημειακού χαρακτήρα χωρίς σημαίνοντα λόγο, κ.ά.). Tην ποιοτική υποβάθμιση και αποδόμηση του αστικού ιστού ακολουθεί η υποβάθμιση της ποιότητας ζωής, η κοινωνική υποβάθμιση των κατοίκων, η “γκετοποίηση” περιοχών, με τις συνακόλουθες κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις στο αστικό περιβάλλον.

Ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα που παρουσιάζονται είναι η αλλαγή χρήσης περιαστικών αγροτικών ή ακόμη και δασικών περιοχών για την ανάπτυξη τουριστικών εγκαταστάσεων, παραθεριστικής κατοικίας και άλλων ειδικών χρήσεων. Συνακόλουθες επιπτώσεις είναι η μείωση ή καταστροφή γεωργικής γης υψηλής παραγωγικότητας και δασικών εκτάσεων, η υπερβολική φόρτιση της παράκτιας ζώνης, η σύγκρουση χρήσεων γης, η περιβαλλοντική υποβάθμιση, η αλλοίωση των κοινωνικοοικονομικών δομών της περιφέρειας. Ο περιαστικός χώρος, το μεταβατικό στάδιο μεταξύ δομημένου και αδόμητου χώρου, έπαυσε σταδιακά να υπάρχει και το ανάγλυφο της τοπογραφίας του εδάφους χάνεται κάτω από την επεκτατική συνέχεια του δομημένου χώρου.

Η αρχιτεκτονική, με νομικό εργαλείο τον Γ.Ο.Κ. (Γενικός Οικοδομικός Κανονισμός) και πρότυπο την πολυκατοικία, περιορίζεται σε μεμονωμένα κτίρια χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια ένταξης και προσαρμογής τους στον ευρύτερο χώρο που τα περιβάλλει. Το (αισθητικά κακό) πρότυπο του αστικού χώρου (Αθήνα, Θεσσαλονίκη) οδηγεί σε μίμηση και επανάληψη σε όλες τις πόλεις και στους μικρότερους οικισμούς (πολυκατοικία, συνεχές σύστημα) και κατά μήκος των οδικών αξόνων. Η επανάληψη των ίδιων στοιχείων δημιουργεί την συνεχή πόλη, τοπίο χωρίς ξεκάθαρα όρια, ανεξάρτητα τοπογραφίας εδάφους, χωρίς σημεία αναγνώρισης του χώρου (τοπόσημα), χωρίς εισόδους-εξόδους, κεντρικές λειτουργίες και δημόσιους κοινόχρηστους χώρους πολιτισμού και αναψυχής, χωρίς πράσινο.
Τα γήπεδα, τα εμπορικά πάρκα, οι multi-plex κινηματογράφοι και τα Malls αποτελούν
τους σημερινούς χώρους συλλογικότητας, τους τόπους συγκέντρωσης: αντί των πλατειών και παραδοσιακών κέντρων, το μετα-αστικό τοπόσημο της μετά-πολης.
Η αρχιτεκτονική δημοσίων κτιρίων που θα έδινε ένα πρόσωπο στην πόλη, ουσιαστικά δεν υφίσταται,  αφού η τρέχουσα μέθοδος των εργολαβιών τύπου ‘πακέτο’ (μελετοκατασκευές) ουσιαστικά την έχει  αντικαταστήσει.

Τα αίτια ή γενεσιουργές αδυναμίες
Τα κύρια αίτια της ανεξέλεγκτης αστικοποίησης εντοπίζονται στην έλλειψη σχεδιασμού ή την αδυναμία εφαρμογής του, στην πολεοδομική νομοθεσία και την καταστρατήγησή της, στην σχεδόν απεριόριστη δυνατότητα δόμησης εκτός σχεδίου, στην ένταξη σε σχέδιο περιοχών πολλαπλάσιας έκτασης από την αναγκαία, στην αυθαίρετη δόμηση, στην εμπορευματοποίηση και οικοδομική εκμετάλλευση της γης. Σημαντική παράμετρο αποτελεί για τη χώρα μας και η απαράδεκτα μεγάλη διάρκεια της διαδικασίας έγκρισης σχεδίων πόλης (πάνω από 15 χρόνια μαζί με την πράξη εφαρμογής!) Η προγραμματική νομιμοποίηση των αυθαιρέτων σε τακτά χρονικά διαστήματα, ο αποχαρακτηρισμός και η οικοπεδοποίηση δασικών εκτάσεων προκαλούν την επαναλαμβανόμενη καταστρατήγηση της νομοθεσίας.

Τα κυριότερα αίτια της διαμόρφωσης του αστικού περιβάλλοντος στην Ελλάδα δεν είναι άλλα από τις εκάστοτε πολιτικές που επεβλήθησαν διαχρονικά και τον τρόπο που αυτές στη συνέχεια εφαρμόστηκαν. Οι κοινωνικοπολιτικές ανακατατάξεις του 1922 οδήγησαν στις σοφές και προοδευτικές για την εποχή πολιτικές του Ελ.Βενιζέλου για τις ελληνικές πόλεις και τους οικισμούς. Οι “οικισμοί προ του ΄23” μνημονεύονται μέχρι σήμερα ενώ τα όρια και οι κανονισμοί τους καταστρατηγούνται δεόντως. Στην δεκαετία του ΄50 πρόταγμα ήταν η οικονομική ανάπτυξη και ανασυγκρότηση της χώρας, ως αναγκαίο επακόλουθο μετά τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο και παράλληλα η εξασφάλιση στέγασης των κατοίκων της υπαίθρου που συνέρεαν στις μεγάλες πόλεις αναζητώντας καλλίτερες συνθήκες ζωής. Σημαντικός ήταν ο ρόλος διαφόρων κανονιστικών ρυθμίσεων για τον σκοπό αυτό, με κυριότερο τον ρόλο του Γ.Ο.Κ. Ο τρόπος που μεγάλωσαν οι πόλεις με την έντονη μεταπολεμική αστικοποίηση, η εικόνα που προέκυψε μετά την ένταξη των αυθαιρέτων σε σχέδιο, η “αυθαίρετη“ και η “αυθόρμητη” δόμηση, η ιδιοκτησία της γης και της κατοικίας και η γαιοπρόσοδος αποδείχθηκαν πολύ ισχυροί παράγοντες για να ανατραπεί αργότερα το τοπίο με νέες πολιτικές.

Προπολεμικά, τα Δ/γματα των σχεδίων πόλεων εμπεριείχαν πλήθος κανονιστικών και μορφολογικών διατάξεων, με εμφανή τη μέριμνα και για την αισθητική του υπό δημιουργίαν αστικού περιβάλλοντος. Αντιθέτως, ο μεταπολεμικός Γ.Ο.Κ. αφαίρεσε  τα στοιχεία αυτά ως περιττά και υπό την πίεση της έντονης αστικοποίησης λειτούργησε ισοπεδωτικά. Σαν ένα κακό καλούπι, δεν προέβλεψε δυνατότητες προσαρμογής στις εκάστοτε συνθήκες (μέγεθος οικοπέδου, τοπογραφία, κλίσεις εδάφους, θέση οικοπέδου σε σχέση με την πόλη και τον περιβάλλοντα χώρο, θέες κλπ) και έδωσε τα στρεβλά αποτελέσματα που αντιμετωπίζουμε σήμερα. Με την θέσπιση από τον Γ.Ο.Κ. γενικών κανόνων, ίδιων  για όλες τις πόλεις και την εφαρμογή αυτών σε οικόπεδα συνήθως μικρά, (το αντιπροσωπευτικό μέγεθος των οικοπέδων στην Ελλάδα μετά από αλλεπάλληλες κατατμήσεις), με την έλλειψη ειδικών κανονισμών δόμησης για τις μικρότερες πόλεις, αλλά και για ειδικές περιοχές στις μητροπόλεις (όπως π.χ. γύρω από δημόσιους χώρους ή σε περιοχές με μεγάλες κλίσεις), έπλασε την πανομοιότυπη εικόνα όλων σχεδόν των ελληνικών πόλεων, μικρών και μεγάλων, ισοπεδώνοντας την ιδιαιτερότητα της φυσιογνωμίας τους.

Παρόλο που ο Γ.Ο.Κ. του 1985, θέλησε να προασπίσει την αρχιτεκτονική ελευθερία έναντι των προηγούμενων Γ.Ο.Κ. και παρόλο που προέβλεψε σε πλήθος περιπτώσεων την δυνατότητα εξειδίκευσης ή/και τροποποίησής του με τους ειδικούς πολεοδομικούς κανονισμούς ώστε να υπάρχει προσαρμογή στο εκάστοτε αστικό περιβάλλον,  σήμερα 20 χρόνια μετά, οφείλουμε να παραδεχθούμε ότι κατά την εφαρμογή του:
- δεν έγινε ευρεία χρήση αυτών των δυνατοτήτων με αποτέλεσμα να λειτουργήσουν ισοπεδωτικά οι “ελευθερίες” που προέβλεψε (π.χ. αυτόματη κατάργηση της πρασιάς  ή προκηπίου με την κατάργηση του συστήματος του πανταχόθεν ελεύθερου, εξάντληση υψών σε περιοχές με μεγάλες κλίσεις)
- δεν στάθηκε δυνατό να προταχθεί η αρχιτεκτονική ποιότητα έναντι της “εργολαβικής” αδηφάγου εκμετάλλευσης αλλά και της τάσης πλεονεξίας των οικοπεδούχων  (τυπικό παράδειγμα οι ημιυπαίθριοι χώροι που σήμερα έχουν γίνει καθεστώς)

Η αναζήτηση των αιτίων αυτών των διαπιστώσεων συνδέεται ασφαλώς και με τις προτεραιότητες της πολιτικής και της “μικροπολιτικής” για τις επεκτάσεις των σχεδίων πόλεων, την βαρύτητα σε κριτήρια κοινωνικά (ένταξη πυκνοδομημένων άρα ήδη διαμορφωμένων περιοχών, κλιμάκωση εισφορών γης) έναντι κριτηρίων ολοκληρωμένης πολεοδομικής και αρχιτεκτονικής αντιμετώπισης των πόλεων. Έτσι οι ελληνικές πόλεις (ή έστω τα μεταγενέστερα τμήματά τους) δεν σχεδιάζονται πια εκ των προτέρων, αλλά αφήνονται να δομηθούν με κάθε νομότυπο ή παράνομο τρόπο και η εκ των υστέρων ένταξή τους σε σχέδιο, με την απαράδεκτα μεγάλη χρονική διάρκεια έγκρισης, δεν αφήνει μεγάλα περιθώρια διορθωτικών και συμπληρωματικών παρεμβάσεων. Οι αρχές της ρυμοτομίας προηγούμενων ιστορικών περιόδων (θέες, άξονες προοπτικές κλπ) τείνουν να εκλείψουν από την προβληματική του σχεδιασμού της σημερινής αστικής ανάπτυξης. Ενώ στην δεκαετία του ‘60 είχε εφαρμοστεί ευρέως μια πολιτική διεύρυνσης του δημόσιου χώρου της πόλης, με την επιβολή πρασιών και στοών η πολιτική αυτή συν τω χρόνω εγκαταλείφθηκε. Άλλα μέτρα όπως η συνένωση και διαμόρφωση των ακαλύπτων χώρων στο εσωτερικό των οικοδομικών τετραγώνων που εισηγήθηκαν τα ΑΕΙ μετά από έρευνα, ουδέποτε υλοποιήθηκαν, παρά την σχετική πρόβλεψη στον ΓΟΚ (ενοποίηση ακαλύπτων και ενεργό ΟΤ)

Στα παραπάνω συνηγορεί και το γεγονός ότι, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, δεν αναπτύχθηκε στις ελληνικές πόλεις η πολιτική των λεγόμενων “μεγάλων  στρατηγικών παρεμβάσεων” που έδωσε διεθνώς την ευκαιρία σύνδεσης της πολεοδομίας με την αρχιτεκτονική και υπέρβασης των κανονιστικών μόνο πλαισίων της τρέχουσας πολεοδομικής πρακτικής και παραγωγής νέου αστικού τοπίου, συνήθως σε συνδυασμό με την διατήρηση μνημείων της σύγχρονης αρχιτεκτονικής ιστορίας. Πλήθος περιοχών κρίσιμων για την αστική φυσιογνωμία αναμένουν την εφαρμογή ολοκληρωμένων πολιτικών αναπλάσεων (αποβιομηχανοποιημένες ζώνες,  σχολάζουσες λιμενικές περιοχές, πρώην στρατόπεδα και άλλα δημόσια ακίνητα) και αποτελούν ένα λανθάνον “δυναμικό”. Η ανάδειξή τους θα εξαρτηθεί από την δυνατότητα εφαρμογής πολιτικών συντονισμού μεταξύ των συναρμοδίων φορέων και του ιδιωτικού τομέα, και ενιαίας διαχειριστικής αντίληψης με στόχο την πόλη αυτή καθ΄εαυτή και όχι την κακώς εννοούμενη “εμπορική αξιοποίηση”. 

Ιδιαίτερα, επισημαίνεται η οικονομική, διοικητική και εκτελεστική αδυναμία του ευρύτερου δημόσιου τομέα και της τοπικής αυτοδιοίκησης τόσο για την απαλλοτρίωση των προβλεπόμενων από τα σχέδια πόλεως περιοχών πρασίνου, όσο και για την υλοποίηση των προβλεπόμενων πάρκων σε υφιστάμενους δημόσιους ελεύθερους χώρους, βάσει εκπονημένων μελετών (Ελληνικό, Γουδή κ.α.).
Εν κατακλείδι είναι αδύνατον να πετύχουμε την ανάπτυξη μιας παιδείας αστικού σχεδιασμού (urban design) αν δεν κατακτήσουμε μια ικανότητα διαχείρισης της αστικής ανάπτυξης και κυρίως του δημόσιου χώρου (urban management). Στην έννοια της διαχείρισης περιλαμβάνεται και η πολιτική παιδεία επίτευξης συνεναίσεων και συνεργασιών μεταξύ των «εμπλεκομένων φορέων» .

Οι πολιτικές
Η εικόνα του αστικού περιβάλλοντος που περιγράφεται πιο πάνω δεν οφείλεται σε ανυπαρξία ρυθμιστικής και κανονιστικής νομοθεσίας. Πολυνομία, ασάφειες, αλληλοκαλύψεις και κενά αποτελούν τα ευαίσθητα σημεία της. Προβλήματα παρουσιάζονται κυρίως στον έλεγχο και την εφαρμογή της νομοθεσίας, στο πλήθος των συναρμόδιων φορέων και τις δαιδαλώδεις και χρονοβόρες διαδικασίες αλλά και σε διαρθρωτικές αδυναμίες της διοίκησης. Επισημαίνεται συνοπτικά παρακάτω πως επέδρασαν στην διαμόρφωση του αστικού περιβάλλοντος στην Ελλάδα οι εκάστοτε πολιτικές που επεβλήθησαν μέσω διαφόρων κανονιστικών ρυθμίσεων.

Οι πολεοδομικές πολιτικές της δεκαετίας του ΄20 βασισμένες στις συγκυρίες και τα  κοινωνικοπολιτικά κριτήρια της εποχής, λειτούργησαν σωστά και ανταποκρίθηκαν στους στόχους τους, δίνοντας δυνατότητες αστικής διαμόρφωσης των οικιστικών πυρήνων που προϋπήρχαν στην ελληνική ύπαιθρο. Η καταστρατήγησή των διατάξεων για τους “οικισμούς προ του ‘23” σήμερα, μέσω της συνεχούς διεύρυνσης των ορίων των παλαιών οικισμών, δίνει την δυνατότητα νομότυπης παράκαμψης των δυσμενών όρων της “εκτός σχεδίου δόμησης“, με αποτέλεσμα την απεριόριστη και ανεξέλεγκτη διάχυση των οικισμών στον περιβάλλοντα χώρο.

Τα προπολεμικά Δ/γματα με τους ειδικούς και μορφολογικούς κανονιστικούς όρους διαδέχτηκε την δεκαετία του ΄50 ο ΓΟΚ, στα πλαίσια της πολιτικής εθνικής ανασυγκρότησης και του σχεδίου Βαρβαρέσσου.  Ο Γ.Ο.Κ. του ΄55 με τους πολύ υψηλούς συντελεστές δόμησης (Σ.Δ.) θεωρήθηκε ως η αρχή του φαινομένου (και του κακού για το αστικό περιβάλλον). Κατά γενική ομολογία, ο ρόλος των Γ.Ο.Κ. είναι βασικός ως προς το περιβάλλον που προέκυψε. Απεδείχθη λανθασμένη η θέσπιση γενικών κανόνων  για όλες τις πόλεις ανεξαρτήτως μεγέθους και η έλλειψη ειδικών κανονισμών δόμησης για τις μικρότερες πόλεις. Από την εφαρμογή του Γ.Ο.Κ. του ‘85 διαπιστώνονται σήμερα οι αρνητικές συνέπειες της αυθαίρετης μετατροπής των ημιυπαίθριων χώρων, που επιφέρουν μια μεγάλη αύξηση του ΣΔ σε όλο τον αστικό χώρο, ιδιαίτερα δε στις περιοχές με υψηλές πυκνότητες.

Θα πρέπει ακόμη να αναφερθεί ο τρόπος που μεγάλωσαν οι πόλεις κατά την έντονη μεταπολεμική αστικοποίηση (…απλώθηκαν όπως η “κηλίδα του λαδιού”…),  η “εκτός σχεδίου δόμηση” και ο ρόλος της στα όρια και κυρίως στις εισόδους των πόλεων και στην παρόδια δόμηση, αλλά και η εικόνα που προέκυψε μετά την ένταξη των αυθαιρέτων στο σχέδιο. Τέλος, αξίζει να μνημονευθεί και η “αυθόρμητη δόμηση”, όπου ο καθένας χτίζει όπως θέλει, σιγά- σιγά προσθέτει χώρους και πανωσηκώματα, αφήνοντας αναμονές για  το μέλλον και έτσι δημιουργείται η εικόνα μιας πόλης συγκεχυμένης, «….ενός τοπίου ημιτελούς, “ατελείωτoυ”, σε αντίθεση με το “τελειωμένο” τοπίο άλλων ευρωπαϊκών πόλεων….», όπως συνήθιζε να λέει ο Τρίτσης…

Σε αντίθεση με τα παραπάνω, θετικά αποτελέσματα είχαν οι πολιτικές μείωσης των συντελεστών δόμησης, ο καθορισμός ζωνών οικιστικού ελέγχου (ΖΟΕ)- από τις οποίες ελάχιστες δυστυχώς εγκρίθηκαν- και οι πολιτικές προστασίας, αναβάθμισης και αναβίωσης των παραδοσιακών οικισμών μέσα από άλλες χρήσεις. Ο χαρακτηρισμός και η θέσπιση ειδικών όρων δόμησης για τους παραδοσιακούς οικισμούς της χώρας με Π. Δ/γματα (1975-78 και 1989) κατάφεραν ως ένα σημείο να τιθασεύσουν τις ασύμβατες παρεμβατικές τάσεις, αν και πολλοί το αμφισβήτησαν. Στο ίδιο πνεύμα, θετικές παρεμβάσεις έγιναν και με τα προγράμματα του ΕΟΤ μετατροπής σπιτιών σε ξενώνες, σε  αντιπροσωπευτικούς παραδοσιακούς οικισμούς (Βάθεια, Οία, Βυζίτσα, Πάπιγγο, Μεστά, Φισκάρδο, κ.α., 1976-90)

Οι προοπτικές
Θετικές επιπτώσεις στην μελλοντική εικόνα του αστικού περιβάλλοντος αναμένεται να έχουν εφεξής οι διεθνείς πολιτικές κατευθύνσεις που ενσωματώνουν παγκόσμιες και κοινοτικές αρχές περιβαλλοντικής προστασίας, κοινωνικής ανασυγκρότησης και ολοκληρωμένης (integral) αντιμετώπισης. Οι αρχές της Ατζέντας 21 για το περιβάλλον, οι αρχές της Habitat Agenda για την βιώσιμη ανάπτυξη των πόλεων και των οικισμών και η ενσωμάτωση της αρχής της αειφορικότητας σε όλες τις αναπτυξιακές πολιτικές αποτελούν τα βασικά πλαίσια πολιτικών για το αστικό περιβάλλον, κατά συνέπεια και για την αρχιτεκτονική.

 Η ενασχόληση της ΕΕ με τα αστικά θέματα συνδέεται με την ενίσχυση δύο μεγάλων ευρωπαϊκών πολιτικών: της πολιτικής περιβάλλοντος και της κοινωνικής και οικονομικής συνοχής. Η δράση της ΕΕ στα αστικά θέματα χαρακτηρίστηκε από την έμφαση που δόθηκε σε δύο βασικές αρχές: την ολοκληρωμένη αντιμετώπιση και την αειφόρο ανάπτυξη. Παρόλο που δεν υπήρξε μια κοινοτική αστική πολιτική, πολλές κοινοτικές πολιτικές ανέπτυξαν μια αστική διάσταση, με την μορφή χρηματοδότησης σχετικών προγραμμάτων, νομοθεσίας, διατύπωσης αρχών καλής πρακτικής και σχεδιασμού (π.χ. Σχέδιο Ανάπτυξης του Κοινοτικού Χώρου-ΣΑΚΧ) και στήριξης δικτύων συνεργασίας και ανταλλαγής εμπειρίας μεταξύ των ευρωπαϊκών πόλεων.

Στο πλαίσιο της Κοινωνικής και Οικονομικής Συνοχής, η αστική διάσταση ξεκίνησε με τα πρώτα αστικά πιλοτικά προγράμματα (1989-93), πέρασε στην κοινοτική πρωτοβουλία URBAN και τέλος στην πλήρη ένταξη αστικών προγραμμάτων στα κυρίως περιφερειακά προγράμματα ανάπτυξης (Προγράμματα Habitat Agenda, 2005-), αλλά και μέσα από κατευθύνσεις για τα φιλικά προς το περιβάλλον κτίρια και για την εξοικονόμηση ενέργειας στα κτίρια και τις πόλεις.

Οι κοινοτικές πολιτικές που σχετίζονται με την προστασία του περιβάλλοντος και την αειφορική αστική ανάπτυξη, ενσωματώνονται στο εθνικό δίκαιο και εφαρμόζονται είτε ως οδηγίες ή  μέσα από την συμμετοχή της χώρας σε κοινοτικά προγράμματα και πρωτοβουλίες. Το κοινοτικό πλαίσιο δράσης για τις πόλεις και τα κοινοτικά αστικά πιλοτικά προγράμματα αποτελούν βασικές πολιτικές και  παρεμβάσεις για την προώθηση της αειφόρου ανάπτυξης των πόλεων στην Ελλάδα.

Ιδιαίτερη σημασία για το αστικό περιβάλλον στην Ελλάδα έχει η ολοκλήρωση και εφαρμογή του χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού σε όλα τα επίπεδα (εθνικό, περιφερειακό και τοπικό), η ενσωμάτωση φιλοπεριβαλλοντικών πολιτικών και πολιτικών ποιοτικής  αναβάθμισης στον σχεδιασμό (αναπλάσεις, αύξηση του ποσοστού κοινόχρηστου πρασίνου μέσα στις πόλεις κ.α.), αλλά και στην αρχιτεκτονική τώρα πια, με κάθε τρόπο.

Συμπερασματικές παρατηρήσεις

  • Η αρχιτεκτονική δεν λειτουργεί μόνη της αλλά μέσα σε συγκεκριμένα πλαίσια, περιβαλλοντικά, κοινωνικά, πολιτισμικά και οικονομικά.
  • Βασική επιδίωξη για την αρχιτεκτονική θα πρέπει να είναι η αντιμετώπιση κάθε κτιρίου όχι μεμονωμένα αλλά ως αναπόσπαστου μέρους ενός συνόλου, η αρμονική ένταξή του στον περιβάλλοντα χώρο -οικιστικό ή μη-, στην φυσιογνωμία και τον χαρακτήρα του αστικού περιβάλλοντος (υπενθυμίζεται η κατάργηση των επιτροπών αρχιτεκτονικού ελέγχου που λειτουργούσαν σ΄αυτή την κατεύθυνση).
  • Η διαμόρφωση του αστικού περιβάλλοντος στην Ελλάδα διαχρονικά επηρεάστηκε από τις ιστορικές συνθήκες, τις κοινωνικοπολιτικές ανακατατάξεις της χώρας και τις αντίστοιχες πολεοδομικές πολιτικές που εφαρμόστηκαν με σκοπό την κάλυψη στεγαστικών αναγκών αλλεπάλληλων πληθυσμιακών ροών προς τις μεγάλες πόλεις.
  • Για την αισθητική εικόνα του σημερινού αστικού περιβάλλοντος στην Ελλάδα ευθύνεται εξίσου ο τρόπος εφαρμογής των πολεοδομικών πολιτικών, οι κοινωνικές και οικονομικές πιέσεις για έντονη αστική ανάπτυξη, τα ανύπαρκτα ή ελλιπή πολεοδομικά και ρυμοτομικά σχέδια, οι υπερβολικοί όροι δόμησης (ύψη, πυκνότητες, συντελεστές, αποστάσεις), ο Γ.Ο.Κ., αλλά σε μεγάλο βαθμό και η αρχιτεκτονική, από αρχιτέκτονες ή μη.
  • Για το θεσμικό πλαίσιο, το οποίο αν και όταν υπάρχει δεν εφαρμόζεται στην νεοελληνική πραγματικότητα, είναι ανάγκη να γίνουν προσπάθειες εξειδίκευσης των γενικών διατάξεων, έγκαιρης εφαρμογής, παρακολούθησης και ελέγχων προς αποφυγήν καταστρατηγήσεων.
  • Οι μεγάλες πολεοδομικές παρεμβάσεις στον αστικό ιστό αναβαθμίζουν τις πόλεις και δίνουν νέες δυνατότητες στην αρχιτεκτονική. Αν κατακτήσουμε μια παιδεία συναινετικού σχεδιασμού και ολοκληρωμένης διαχείρισης θα μπορέσουμε να αναπτύξουμε και τον αστικό σχεδιασμό (urban design) σε προγράμματα μεγάλης κλίμακας.
  • Θετικές επιπτώσεις αναμένεται να έχουν οι διεθνείς και οι κοινοτικές πολιτικές που βασίζονται στις αρχές της αειφορίας και της ολοκληρωμένης αντιμετώπισης. Οι αρχές αυτές καλό είναι να περάσουν και στην αρχιτεκτονική.

Αθήνα, 24 Φεβρουαρίου 2007

 


Αρχή σελίδας