Γενική Τοποθέτηση του ΣΑΔΑΣ-Πανελλήνιας Ένωσης Αρχιτεκτόνων επί του προτεινόμενου Γενικού Πλαισίου Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης

Α.Π. 36649, Αθήνα, 5 Δεκεμβρίου 2007

 

Προς
Τον Πρόεδρο και τα Μέλη
του Εθνικού Συμβουλίου Χωροταξικού
Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης

 

Θέμα:  Γενική τοποθέτηση του ΣΑΔΑΣ – Πανελλήνιας Ένωσης Αρχιτεκτόνων επί του προτεινόμενου Γενικού Πλαισίου Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης

Είμαστε η μόνη χώρα στην Ευρώπη που δεν έχει θεσπίσει εθνικό χωροταξικό σχεδιασμό και δεν έχει «βάλει τάξη στο χώρο», όπως υποδηλώνει ο όρος, μέχρι τις μέρες μας, που συζητείται το σχέδιο κοινής υπουργικής απόφασης που ανακοίνωσε το ΥΠΕΧΩΔΕ για το «Γενικό Πλαίσιο Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης».  

Ο χωροταξικός σχεδιασμός είναι μια κατεξοχήν πολιτική πράξη που επηρεάζει μεσο - και μακροπρόθεσμα το σύνολο των δραστηριοτήτων και της αναπτυξιακής διαδικασίας της χώρας και βασικό αναπτυξιακό εργαλείο για την ολοκληρωμένη και ισόρροπη κατανομή των ανθρώπινων δραστηριοτήτων, με στόχο την βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη, την κοινωνική συνοχή και την προστασία του περιβάλλοντος, αλλά και για την επίλυση διαφορών και την αντιμετώπιση συγκρούσεων στη χρήση των φυσικών πόρων και ιδιαίτερα του χώρου. Πρόκειται για το βασικό στήριγμα κάθε ολοκληρωμένης εθνικής αναπτυξιακής στρατηγικής και μοναδικό εργαλείο συντονισμού των τομεακών πολιτικών.

Αν, όμως γίνει λανθασμένα μπορεί να αποτελέσει μέσο για την υποβάθμιση όλων των παραπάνω, ιδιαίτερα στη σημερινή συγκυρία, όπου το περιβάλλον δέχεται σκληρά πλήγματα. Στο βαθμό που ο χωροταξικός σχεδιασμός παραμένει αδύναμος, περιορίζεται ο συντονισμός των τομεακών πολιτικών, των πολιτικών επενδύσεων και έργων με την πολιτική περιβάλλοντος.

Για μια χώρα, όπως η Ελλάδα, που χαρακτηρίζεται από έντονες γεωγραφικές και κοινωνικές ανισότητες, η έλλειψη χωροταξικού σχεδιασμού προκάλεσε την υποβάθμιση σημαντικών φυσικών και πολιτιστικών πόρων, συνέβαλε στην άνιση πρόσβαση στα δίκτυα μεταφορών και επικοινωνιών, στην εγκατάλειψη και απομόνωση της υπαίθρου, στη συσσώρευση κοινωνικών και περιβαλλοντικών προβλημάτων και στην υπονόμευση της ανταγωνιστικότητας της χώρας.

Το παρόν σχέδιο παρουσιάζει ένα σαφές έλλειμμα αρχών και κατευθύνσεων για την Αειφόρο Χωρική Ανάπτυξη και τον Χωροταξικό Σχεδιασμό ακόμη και σε σύγκριση με το προηγούμενο σχέδιο.

Η ανάλυση βασίζεται στην παρουσίαση μιας ανακόλουθης, με την πραγματικότητα, εικόνας του Ελλαδικού χώρου, των σύγχρονων προβλημάτων και των αναπτυξιακών τάσεων και ως εκ τούτου πολλές από τις προτάσεις ανάγονται σε αναπτυξιακές επιλογές του παρελθόντος. Η ανάλυση των μεγάλων σημερινών περιβαλλοντικών προβλημάτων (επίτευξη στόχων Κιότο, Κλιματική Αλλαγή, υπερ-εξάντληση φυσικών πόρων, διαχείριση απορριμμάτων, υδάτινοι πόροι, προστασία ευαίσθητων οικοσυστημάτων, υπερ-λατόμευση, μαζικός τουρισμός, απαξίωση αγροτικού δυναμικού κλπ.) είναι συχνά «παραπλανητική» και υπαγορεύει προαποφασισμένες λύσεις. Οι συντάκτες δεν έχουν κατανοήσει βασικές έννοιες της αειφόρου ανάπτυξης και αγνοούν το είδος των προσπαθειών που γίνονται σε κάθε επίπεδο για την επίτευξη της, που άλλωστε περιγράφονται με σαφήνεια στα εγκεκριμένα κείμενα της ΕΕ.

Παρά τις αναφορές σε στόχους όπως οικονομική και κοινωνική συνοχή, βιώσιμη ανάπτυξη και ισόρροπη χωρική ανάπτυξη, δεν διαμορφώνει την αναγκαία ολοκληρωμένη συνεκτική προσέγγιση που να υποστηρίζει λύσεις συμβατές με πραγματικές αναπτυξιακές τάσεις και ανάγκες του Ελλαδικού χώρου, σε αντιστοιχία με τις αρχές-στόχους: ισορροπία, προστασία, ανάπτυξη. Αντί αυτών το νομοσχέδιο επικεντρώνεται και καθαγιάζει την «ανάπτυξη» που μέχρι τώρα υπηρετεί η χώρα, παραγκωνίζοντας τους δύο άλλους στόχους με αποτέλεσμα να απέχει πολύ από την αποτελεσματική, ισορροπημένη και αρμονική χωροταξική ανάπτυξη.

Στο παρόν σχέδιο δεν υπάρχει ούτε εισαγωγή, ούτε κάποιο αρχικό «κεφάλαιο» που να διατυπώνει με σαφήνεια κάποιες αρχές πολιτικής που διέπουν το εισηγούμενο «Γενικό Πλαίσιο Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης» ούτε αναλύονται έννοιες και γενικότερες κατευθύνσεις που το διέπουν.

Η απουσία αυτή είναι σκόπιμη μιας και σε πολλά σημεία και σελίδες του Πλαισίου είναι σαφής και υπερτονισμένη η προτίμηση της εισήγησης στην προώθηση της ανταγωνιστικότητας του παραγωγικού συστήματος σε σχέση με την ελλιπέστατη έως ανύπαρκτη προώθηση της ισόρροπης ανάπτυξης και της προστασίας του περιβάλλοντος.

Αντίθετα, είναι διάχυτη σε όλο το κείμενο η έμμεση ή άμεση επιδίωξη να συνεχίσουν και σε ορισμένες περιπτώσεις να ενισχυθούν οι τάσεις που διευρύνουν τις χωρικές ανισότητες και στο εθνικό και στο διαπεριφερειακό και στο ενδοπεριφερειακό επίπεδο.

Η προτίμηση ή επιδίωξη αυτή γίνεται εμφανής από τις πρώτες σελίδες του κειμένου σελ. 8 και 9 όπου εκτιμάται ότι «ο ρόλος των δύο κύριων πόλων (ανάπτυξης) θα ενισχυθεί περαιτέρω. Διαμορφώνονται προοπτικές για περαιτέρω ισχυροποίηση του λιμανιού της Θεσ/νίκης, με την ολοκλήρωση, των πανευρωπαϊκών οδικών αξόνων προς τη Δυτική και Κεντρική Ευρώπη».

Στο άρθρο 5 (σελ. 27-27) στην προτεινόμενη χωρική οργάνωση των κύριων εθνικών πόλεων και αξόνων ανάπτυξης είναι σαφής η επιδίωξη για μεγαλύτερη ενίσχυση / συγκέντρωση της ανάπτυξης στα δύο μητροπολιτικά κέντρα και σε συνέχεια στην ενίσχυση των «λοιπών εθνικών πόλων» (Πάτρα, το δίπολο Λάρισα – Βόλος), τα Ιωάννινα, το Ηράκλειο – Χανιά και το δίπολο Κομοτηνή-Αλεξανδρούπολη) και με ισχνότερη αναφορά στους «δευτερεύοντες πόλους» και στους «λοιπούς δυναμικούς πόλους».

Αυτή η έμφαση και ιεράρχηση παραπέμπει ή θυμίζει παλιές και ξεπερασμένες αντιλήψεις ολιγοπολικών μοντέλων ανάπτυξης ή «μεταμοντέρνων» εξελίξεών τους, παρά το ότι στο άρθρο 8 με τίτλο: «χωρική διάρθρωση του αστικού δικτύου» αναφέρεται συγκεχυμένα ότι «επιδιώκεται η δημιουργία πολυκεντρικής δομής με την ανάπτυξη ενός ιεραρχημένου δικτύου εξαρτημένου από επιλεγμένους πόλους υπερεθνικής και εθνικής σημασίας». Δηλαδή προωθείται και ολίγη «πολυκεντρικότητα» άμεσα εξαρτημένη βέβαια από τους λίγους επιλεγμένους πόλους (με άλλα λόγια «πολυκεντρικότητα» σαν συμπλήρωμα της ολιγοπολικότητας).

Η πρόταση αυτή υποκρύπτει ένα άκρως συγκεντρωτικό μοντέλο, που αναδεικνύεται από τις βασικές αναπτυξιακές επιλογές του, την αξιολόγηση και την ιεράρχηση των στόχων του. Ταυτόχρονα εμμέσως ενισχύει την προώθηση της μη ισόρροπης ανάπτυξης. Ο μη προσδιορισμός χωρικών επιπέδων αναφοράς (Περιφερειών) επί των οποίων να στηρίζεται η περιφερειακή αποκέντρωση και η ισόρροπη ανάπτυξη, έτσι ώστε το Γενικό Πλαίσιο να δίνει σαφείς κατευθύνσεις ανά Περιφέρεια και να ορίζει και προγραμματικά μεγέθη, καθορίζει τις κατευθύνσεις και το συγκεντρωτικό και αντιαειφόρο χαρακτήρα αυτού του Σχεδίου.

Η έμμεση συνέχιση και προώθηση της μη ισόρροπης ανάπτυξης είναι εμφανής και στην ιεράρχηση των κύριων αξόνων ανάπτυξης με την κύρια έμφαση να δίνεται στον ήδη υπερανεπτυγμένο «ανατολικό χερσαίο άξονα» κατά δεύτερο λόγο στο Βόρειο άξονα (κατά μήκος της Εγνατίας) και τριτευόντως στον Δυτικό και στους λοιπούς άξονες.

Στο Δυτικό Διαμέρισμα της χώρας η ανάπτυξη δεν υποστηρίζεται από το παρόν σχέδιο με βασικές υποδομές που θα ενίσχυαν την τοπική παραγωγή, όπως για παράδειγμα έχει ξεχασθεί η δημιουργία Δυτικού Διευρωπαϊκού Σιδηροδρομικού Άξονα, δεν γίνεται αναφορά στην εισαγωγή Φυσικού Αερίου σε όλο το Δυτικό Διαμέρισμα, ενώ η πολύ σοβαρή υπόθεση της προώθησης του Αδριατικού Διαδρόμου, που θα είχε ευεργετικές συνέπειες για την τουριστική και άλλη ανάπτυξη ολόκληρου του υποβαθμισμένου Δυτικού Διαμερίσματος της χώρας, όχι μόνο δεν προσελκύει κάποια έμφαση, αλλά λείπει σχεδόν παντελώς από το κείμενο *(αναφέρεται μόνο μια φορά ο Αδριατικός Διάδρομος ως συμπλήρωμα άλλων ισχυρισμών).

Ένα κραυγαλέο παράδειγμα συνέχισης της ανισόρροπης εξάρτησης των νησιών του Αιγαίου, κυρίως από την Αθήνα και δευτερευόντως από την Θεσ/νίκη (των νησιών του Βορείου Αιγαίου), αντανακλά η προτεινόμενη από το  Σχέδιο χωρική διάρθρωση του αστικού δικτύου στον νησιωτικό χώρο, όπου εμμέσως γίνεται σαφές ότι τα «πολυπολικά» νησιώτικα συμπλέγματα (Βόρειο Αιγαίο, Κυκλάδες, Δωδεκάνησα) θα συνεχίσουν πιθανόν και σε εντονότερο ρυθμό να κηδεμονεύονται και εξαρτώνται από τα δύο ενισχυόμενα Μητροπολιτικά κέντρα, από το ιεραρχημένο σύστημα αναπτυξιακών αξόνων του ανατολικού και βόρειου ηπειρωτικού χώρου.

Αυτή η σε παγκόσμια κλίμακα μοναδικότητα της χωρικής ενότητας των νησιών του Αιγαίου αποφεύγεται να ιδωθεί και αντιμετωπισθεί ως τέτοια, παρά το ότι σε παγκόσμιο επίπεδο μαζί με την Κρήτη τείνει να είναι η πιο γνωστή, η πιο ελκυστική και η πλέον διεθνοποιημένη χωρική ενότητα του Ελληνικού χώρου, κυρίως λόγω της τουριστικής της σημασίας και αξίας και όχι μόνο.

Με τις νέες αντιλήψεις για την αειφόρο ανάπτυξη, την ανάδειξη της μικρής κλίμακας και της υψηλής ποιότητας, ο νησιώτικος χώρος του Αιγαίου αλλά και του Ιονίου θα μπορούσαν να γίνουν παγκόσμια παραδείγματα αειφόρου ανάπτυξης που «θα απελευθερώνονται» όλο και περισσότερο από την «κηδεμονία» της Αθήνας, σε ότι αφορά κοινωνικές, πολιτιστικές και άλλες εξυπηρετήσεις.

Μια τέτοια προσέγγιση βέβαια θα απαιτούσε την ανάπτυξη υποδομών και παραγωγικών πυρήνων στα νησιά, σε τελείως άλλη κατεύθυνση απ’ αυτή που ακολουθείται τα τελευταία χρόνια (όπου η ύπαρξη συχνών αεροπορικών και ακτοπλοϊκών συνδέσεων με τον νησιωτικό χώρο τους μη τουριστικούς μήνες θεωρείται αντιπαραγωγική).

Η τρίτη συνιστώσα της αειφόρου χωρικής ανάπτυξης, η προστασία του περιβάλλοντος είναι αυτή που αδικείται περισσότερο στο παρόν Σχέδιο, παρά το ότι το κύριο συγκριτικό πλεονέκτημα αυτής της χώρας είναι η μεγάλη βιοποικιλότητα του φυσικού της περιβάλλοντος (μέσα σε μικρές φυσικές / γεωγραφικές ενότητες), αλλά και η μακραίωνη πολιτισμική και ιστορική της κληρονομιά και ταυτότητα.

Το πρόβλημα των κλιματικών αλλαγών θα έπρεπε να ήταν κυρίαρχο και πρώτο σε αναφορά στο παρόν σχέδιο ΓΠΧΣΑΑ, με συγκεκριμένες διαπιστώσεις, κατευθύνσεις και κριτήρια για επιλογές δράσεων στρατηγικής εμβέλειας, αντ’ αυτού στο πρόβλημα γίνονται μόνο γενικές αναφορές, ενώ θα έπρεπε να δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στην κινητοποίηση μηχανισμών, για μέτρα που μετριάζουν τις αρνητικές επιπτώσεις και καταστροφές (ερημοποίηση, πλημμύρες, λειψυδρία κλπ.).

Το κεφάλαιο του Σχεδίου για το περιβάλλον «αγνοεί» σχεδόν τα δασικά θέματα. Για τα δάση (πλην των αισθητικών και εθνικών δρυμών) δεν φαίνεται να υπάρχει η αξιολόγηση από το ΓΠΧΣΑΑ ως σημαντικό στοιχείο του φυσικού πλούτου της χώρας που χρήζει ειδικής προστασίας, βιώσιμης διαχείρισης, πυροπροστασίας.

Η πολιτική ανακύκλωσης και μείωσης των απορριμμάτων ελάχιστα απασχολεί το ΓΠΧΣΑΑ. Για παράδειγμα οι κατευθύνσεις για χωροθετήσεις λατομείων αδρανών υλικών αγνοούν άλλες φιλοπεριβαλλοντικές πολιτικές παραγωγής αδρανών υλικών, εναρμονισμένες με την ευρωπαϊκή πολιτική.

Αγνοείται δηλαδή η δυνατότητα για άσκηση πολιτικής ανακύκλωσης προϊόντων εκσκαφών, κατεδάφισης τα οποία ιδιαίτερα σ’ αυτή τη χώρα προσθέτουν περιβαλλοντικά προβλήματα με την αυθαίρετη εναπόθεσή τους. Στα προηγμένα κράτη μέλη της Ε.Ε. η κύρια προέλευση των αδρανών υλικών έχει μετατεθεί από την εξόρυξη στην ανακύκλωση, με θετικές επιπτώσεις και για την απασχόληση και για το περιβάλλον.

Και βέβαια η αντίληψη του παρόντος Πλαισίου για την διάρθρωση του οικιστικού δικτύου με την κύρια έμφαση να δίνεται στα συμφορημένα μητροπολιτικά κέντρα και στη συνέχεια στη συγκέντρωση δραστηριοτήτων και πληθυσμού στα άλλα μεγάλα αστικά κέντρα της χώρας, είναι από την περιβαλλοντική άποψη μια πολιτική που όχι μόνο εναντιώνεται στην αειφόρο χωροταξική και πολεοδομική ανάπτυξη, αλλά έχει έντονα αντιοικολογικά χαρακτηριστικά, αφού με τις οικιστικές συγκεντρώσεις που ενισχύει σε ήδη συμφορημένα αστικά κέντρα, καθώς και σε ήδη ανεπτυγμένους άξονες ανάπτυξης, διογκώνει τα περιβαλλοντικά προβλήματα στη χώρα μας, που οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στη διογκούμενη ρύπανση που πηγάζει από τα συμφορημένα, πυκνοδομημένα μεγάλα οικιστικά μας κέντρα, που «εξάγουν» την ρύπανση στις ευρύτερες περιοχές τους.

Ωστόσο, ένα άλλο χαρακτηριστικό του σχεδίου ΓΠΧΣΑΑ που είναι εξαιρετικά ανησυχητικό είναι ότι με τις διατάξεις του εξεταζόμενου Σχεδίου τα 400 περίπου ΓΠΣ και ΣΧΟΟΑΠ που ήδη εκπονούνται με βάση τον Ν. 2508/97 και πολλά από τα οποία έχουν ολοκληρωθεί (αλλά μόλις 3 – 4 έχουν εγκριθεί), ουσιαστικά «αχρηστεύονται» για άλλη μια 5ετία χωρίς να μπορούν να εγκριθούν. Διότι το σχέδιο απαιτεί (πριν ακόμη εγκριθεί) την «αναμόρφωση» των προδιαγραφών των ΓΠΣ, ΣΧΟΟΑΠ και νέες γραφειοκρατικές διαδικασίες για να «αποδειχθεί» εάν εναρμονίζονται ικανοποιητικά με το ΓΠΧΣΑΑ και με τα τρία Ειδικά Πλαίσια Χωροταξικού Σχεδιασμού (του τουρισμού, της βιομηχανίας και των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας).

Οι διατάξεις αυτές του Σχεδίου, που μιλούν για αναμόρφωση και όχι τροποποίηση των προδιαγραφών των ΓΠΣ / ΣΧΟΟΑΠ, ούτε τυχαίες είναι, ούτε έχουν προκύψει από επιπόλαιες εισηγήσεις.

Τα τελευταία χρόνια η πολιτική που ακολουθεί το ΥΠΕΧΩΔΕ έχει δύο κυρίαρχα χαρακτηριστικά που το ένα εξαρτάται από το άλλο και ταυτόχρονα το ένα στηρίζει το άλλο.

Το πρώτο χαρακτηριστικό είναι η πρόθεση να θεσμοθετηθεί ένα πολύ γενικό, αόριστο, «μέχρι παρεξηγήσεως» ευέλικτο Γενικό Πλαίσιο καθώς και ειδικά πλαίσια χωροταξικού σχεδιασμού τα οποία επιδιώκουν να προάγουν την χωροθέτηση και ανταγωνιστικότητα συγκεκριμένων παραγωγικών δραστηριοτήτων κλίμακας, στους τομείς του τουρισμού, της παραθεριστικής κατοικίας, της βιομηχανίας, των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, της εξόρυξης με μειωμένα τα κριτήρια της αειφορίας, της περιβαλλοντικής προστασίας και της κοινωνικής συνοχής και ισόρροπης ανάπτυξης.

Αυτά τα σχέδια πλαίσια αμφισβητούν άμεσα ή έμμεσα αρχές και πρακτικές προς την κατεύθυνση της αειφόρου ανάπτυξης, επιθυμούν και επιδιώκουν να αποδεσμευτούν από θεσμοθετημένες διατάξεις που «βλέπουν» τον χωροταξικό και πολεοδομικό σχεδιασμό να διέπεται έντονα και από συνιστώσες όπως η ισόρροπη ανάπτυξη, η κοινωνική συνοχή και η φιλοπεριβαλλοντική προσέγγιση.

Γι’ αυτό ένα από τα κύρια σύγχρονα εργαλεία είναι η θεσμοθέτηση «τοπικών χωροταξικών σχεδίων» με αναπτυξιακή διάσταση και με έντονα τα φιλοπεριβαλλοντικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά, τα νέα ΓΠΣ και ΣΧΟΟΑΠ τον ν. 2508/97, εμποδίζονται να προωθηθούν, να εγκριθούν και να εφαρμοσθούν. Αμφισβητείται έμμεσα ή άμεσα από το ΥΠΕΧΩΔΕ ακόμη και η χρησιμότητά τους. 

Μήπως γιατί είναι τα μόνο σχέδια που καθορίζουν χρήσεις γης όρους και περιορισμούς σε όλη την επικράτεια του Καποδιστριακού Δήμου; Μήπως επειδή καθορίζουν συγκεκριμένες Περιοχές Ειδικής Προστασίας που δεν θα μπορούν ποτέ να πολεοδομηθούν; Μήπως γιατί μπορούν να ρυθμίσουν με τρόπο όχι αναγκαστικά απαγορευτικό τους «κανόνες του παιχνιδιού» στην εκτός σχεδίου δόμηση περιορίζοντάς την δραστικά με εργαλεία όπως τα μεγαλύτερα όρια κατάτμησης, τις επιτρεπόμενες χρήσεις γης και τους χαμηλότερους όρους δόμησης;
Μήπως γι’ αυτό η μόνη αναφορά για τα ΓΠΣ και ΣΧΟΟΑΠ (που γίνεται στο ΓΠΧΣΑΑ είναι «αρνητική», δηλαδή ότι χρειάζονται αναμορφώσεις οι προδιαγραφές τους αλλά και οι κατευθύνσεις του σχεδιασμού για να αντιμετωπισθούν οι χρήσεις γης με πιο ευέλικτα (βλέπε ασαφή, αόριστο τρόπο) και έμμεσα να επιτρέπονται όλα ή σχεδόν όλα παντού;

Το δεύτερο χαρακτηριστικό της διαφαινόμενης πολιτικής είναι η επ’ αόριστον αναστολή συγκεκριμένων ρυθμίσεων του χώρου στο επίπεδο των ΓΠΣ και ΣΧΟΟΑΠ και των λεπτομερέστερων μελετών για να μπορεί πιο αόριστα αλλά και πιο ανεξέλεγκτα ή πιο «επιλεκτικά» να κινείται η «ελεύθερη αγορά» στα ζητήματα του χώρου. Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και η πολιτική για το Εθνικό Κτηματολόγιο που είναι η αυτοαναίρεσή του μέσα από την στασιμότητα και την παραπομπή του στο απώτερο μέλλον.    

Τέλος η δομή και η μεθοδολογία που ακολουθείται στη σύνταξη του προτεινόμενου Γενικού Πλαισίου δεν ακολουθεί καμία συγκροτημένη διαδικασία και ολοκληρώνει την ασάφεια και τη διάχυση των εννοιών και των επιλογών. Κατά συνέπεια είναι πολύ πιθανόν να οδηγήσει σε λαθεμένες έως καταστροφικές επιλογές για τη συγκρότηση του εθνικού χώρου.

Ζητάμε την ριζική αναμόρφωση του Σχεδίου και προτείνουμε με το συνημμένο μας κείμενο μια διαφορετική προσέγγιση στη σύνταξη του Γενικού Πλαισίου. 

Για το Διοικ. Συμβούλιο

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ
Π. ΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΣ

 

 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
ΧΩΡΟΤΑΞΙΚΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΕΙΦΟΡΟΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗ

(κείμενο)

Κεφάλαιο 1
Ανάλυση χαρακτηριστικών και τάσεων του Εθνικού χώρου.

(κείμενο)

ΑΡΘΡΟ 1
Σκοπός

Σκοπός του Γενικού Πλαισίου Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης είναι ο προσδιορισμός στρατηγικών κατευθύνσεων για την ολοκληρωμένη χωρική ανάπτυξη και αειφόρο οργάνωση του εθνικού χώρου για τα επόμενα 15 χρόνια.

Συγκεκριμένα:

1. Ο προσδιορισμός των στρατηγικών κατευθύνσεων βασιζόμενος σε ολοκληρωμένη συνεκτική προσέγγιση και ανάλυση, τόσο των σημερινών τάσεων ανάπτυξης του ελλαδικού χώρου, όσο και στη διαμόρφωση καινοτόμων προτάσεων που δίνουν νέα προοπτική, όραμα και διάθεση δημιουργίας στις κοινωνικές δυνάμεις της χώρας.
2. Ο προσανατολισμός των παραγωγικών δυνάμεων της χώρας σε ένα νέο πρότυπο αειφόρου ανάπτυξης, το οποίο σε μια διαρκή διαδικασία διαλόγου και υπέρβασης των αντιθέσεων, πρέπει να διασφαλίζει την κοινωνική συνοχή, συνδυάζοντας την ποιότητα περιβάλλοντος, την κοινωνική δικαιοσύνη και την ανταγωνιστικότητα του παραγωγικού συστήματος.
3. Ο καθορισμός των δικτύων, των μέσων και των χωρικών ενοτήτων, έτσι ώστε να ενισχυθούν σημαντικά οι δυνατότητες οικονομικής και κοινωνικής προόδου και να διαμορφώσουν ισόρροπη ανάπτυξη όλων των περιοχών της χώρας.
4. Ο συντονισμός και η εναρμόνιση των διαφόρων τομεακών πολιτικών που ασκούνται σε εθνικό ή περιφερειακό επίπεδο. Εναρμόνιση του εθνικού προγράμματος δημοσίων επενδύσεων, του εθνικού στρατηγικού πλαισίου αναφοράς 2007-2013 και άλλα γενικά ή ειδικά αναπτυξιακά προγράμματα εθνικής σημασίας που έχουν σημαντικές επιπτώσεις στη διάρθρωση και ανάπτυξη του εθνικού χώρου.
5. Ο προσδιορισμός προγραμματικών μεγεθών για τις στρατηγικές επιλογές (την προστασία των φυσικών πόρων, του πληθυσμού, της διάρθρωσης απασχόλησης και της οικονομίας) και η κατανομή τους σε περιφερειακό επίπεδο.

Το ΓΠΧΣΑΑ αποτελεί κατά νόμο τη βάση αναφοράς και ελέγχου των δράσεων και μεταρρυθμίσεων του συνόλου των ενεχομένων συντελεστών, τόσο επί βασικών αρχών και στόχων, όσο και επί τομεακών πολιτικών, όπως μεταφορών, γεωργίας, ενέργειας, βιομηχανίας, περιφερειακής πολιτικής και περιβάλλοντος, ώστε η εναρμόνιση των επιμέρους πολιτικών, προγραμμάτων και επενδυτικών σχεδίων, να συνθέτουν και να αναδεικνύουν το ΟΡΑΜΑ για το μέλλον της χώρας.

 

ΑΡΘΡΟ 2
Στόχος

Το Γενικό Πλαίσιο στοχεύει στη διαμόρφωση ενός χωρικού πρότυπου ανάπτυξης που θα βασίζεται στη ριζική αντιμετώπιση και επίλυση καθοριστικών για τη Χώρα αναπτυξιακών ζητημάτων, υιοθετώντας πολιτικές που σέβονται και αξιοποιούν την ποικιλότητα και πολυπλοκότητα του εθνικού χώρου, ενισχύοντας το θεμελιώδη στόχο της οικονομικής και κοινωνικής συνοχής και την επίτευξη της αειφόρου ανάπτυξης.

Δεν στοχεύει μόνο στον καθορισμό του συνδυασμού των πολιτικών που πρέπει να εφαρμοστούν, στις διάφορες περιφέρειες της επικράτειας, αλλά προτείνει ένα σαφές πλαίσιο, προτεραιότητες, διαδικασία σχεδιασμού και μεθοδολογία για την ολοκληρωμένη χωροταξική εφαρμογή βιώσιμων θεματικών επιλογών, οι οποίες βέβαια θα πρέπει να συνεχίσουν να αποτελούν αντικείμενο ευρείας διαβούλευσης.

Α. Πλαίσιο αειφόρου χωροταξικής οργάνωσης.

  1. Ισόρροπη πολυκεντρική ανάπτυξη και βελτιστοποίηση της σχέσης πόλης – υπαίθρου.
  2. Ισότητα πρόσβασης στα βασικά δίκτυα μεταφορών ενέργειας και επικοινωνιών.
  3. Προστασία περιβάλλοντος και συνετή διαχείριση των φυσικών πόρων και της πολιτιστικής κληρονομιάς.
  4. Βελτίωση της υγιούς ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας.

 

Β. Προτεραιότητες.

    1. Ενίσχυση της περιφερειακής ανάπτυξης με αναπτυξιακή λογική που συνδέει την παραγωγική διαδικασία και την απασχόληση, με την ιδιαίτερη φυσιογνωμία κάθε χωρικής ενότητας καθώς και την ποιότητα ζωής στους τόπους κατοικίας και δημιουργίας εισοδήματος.
    2. Περιορισμό της αστικοποίησης και βελτίωση της ποιότητας ζωής στην πόλη.
    3. Ενίσχυση της συνεργασίας και της εταιρικής σχέσης μεταξύ αστικών κέντρων και υπαίθρου.
    4. Βελτίωση της ποιότητας ζωής στην ύπαιθρο και ενίσχυση των κοινωνικών υποδομών και υπηρεσιών.
    5. Ανάδειξη και αξιοποίηση των μοναδικής αξίας φυσικών και πολιτιστικών πόρων της χώρας, της μακραίωνης ιστορίας της, που συνιστούν από κοινού αδιαμφισβήτητο συγκριτικό πλεονέκτημα.
    6. Ισχυρή πολιτική περιβάλλοντος. Αποκατάσταση – ανάδειξη και προστασία του εθνικού φυσικού πλούτου με θεσμοθέτηση και αυστηρή εφαρμογή εθνικού προγράμματος, με στόχους, χρονοδιάγραμμα και οικονομικούς πόρους για την επίτευξη της «αειφορίας».
    7. Άμεση κατάρτιση του εθνικού κτηματολογίου και δασολογίου, βασικών εργαλείων για την επίτευξη της «αειφόρου» ανάπτυξης.

 

Γ. Μεθοδολογία – Σχεδιασμός.

    1. Εκτίμηση της χωρικής βαρύνουσας της ιδιομορφίας του ελληνικού χώρου (εκτεταμένος νησιωτικός χώρος – υποβάθμιση Δυτικής Ελλάδας).
    2. Αναγνώριση προβλημάτων – δυνατοτήτων – προοπτικών.
    3. Αναγνώριση αναδυομένων τάσεων.
    4. Προσδιορισμός των περιοχών της χώρας σε αναπτυσσόμενες και φθίνουσες.
    5. Γενικευμένη χαρτογράφηση των φυσικών πόρων ως πεδίων εργασίας που επηρεάζουν το δίκτυο οικισμών, αλλά και ως πεδίων συνεργασίας των συντελεστών παραγωγής.
    6. Προσδιορισμός της εξέλιξης της οικονομικής βάσης μέσω της κλαδικής απασχόλησης.
    7. Με βάση τις πληροφορίες αυτές το Γενικό πλαίσιο καθορίζει προτεραιότητες και δίνει τις κατευθύνσεις για τα υποκείμενα επίπεδα σχεδιασμού που υλοποιούν και επιβάλουν στην πράξη τον αναπτυξιακό σχεδιασμό.


Αυτά προσδιορίζονται στα ακόλουθα:

    1. Ειδικά χωροταξικά για τους βασικούς κλάδους απασχόλησης.
    2. Χωροταξικά Περιφερειών.
    3. ΣΧΟΟΑΠ και ΓΠΣ.

ΑΡΘΡΟ 3

Βασική στρατηγική επιλογή του Γενικού Πλαισίου αποτελεί η υιοθέτηση της ισόρροπης πολυκεντρικής ανάπτυξης βασισμένης:
Α) στην περιφερειακή ανασυγκρότηση της χώρας με σκοπό τη δημιουργία βιώσιμων αναπτυξιακών και διοικητικών ενοτήτων – περιφερειών.
Β) στην ανάδειξη, αξιοποίηση και προστασία των μοναδικής αξίας φυσικών και πολιτιστικών πόρων της χώρας, που συνιστούν από κοινού αδιαμφισβήτητο συγκριτικό πλεονέκτημα.

Για την υλοποίηση αυτών των στόχων θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στην ανάπτυξη, κυρίως των πιο προβληματικών περιοχών και ειδικότερα της Ηπείρου, της Δυτικής Ελλάδας, του Βορείου Αιγαίου, της Πελοποννήσου και της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης.

Η συσχέτιση των πιο πάνω στόχων με την επιδίωξη για ανάδειξη του νέου διεθνούς και ευρωπαϊκού ρόλου της χώρας, στα πλαίσια μιας εξωστρεφούς γεωπολιτικής και γεωοικονομικής στρατηγικής για όλο και μεγαλύτερη συνεργασία, τουλάχιστον με τις γειτονικές μας χώρες, είναι προφανής, διότι οι περισσότερες από τις περιφέρειες και περιοχές που χαρακτηρίζονται από αναπτυξιακή υστέρηση είναι παραμεθόριες και κυρίως αυτές που οι οικονομικές σχέσεις της χώρας μας με τις γειτονικές χώρες δεν ήταν ιδιαίτερα στο παρελθόν, αλλά ακόμη και σήμερα, ισχυρές (Ήπειρος, Δυτ. Μακεδονία, Ανατ. Μακεδονία και Θράκη, Βόρειο Αιγαίο).

Μ’ αυτήν την έννοια, μια χωροταξική πολιτική η οποία θα υποστηρίζει την εξωστρέφεια της χώρας μας και την συνεχή διεύρυνση των συνεργασιών της, με τις χώρες της Βαλκανικής και της Νότιο – Ανατολικής Μεσογείου, μπορεί να συμβάλει αποφασιστικά στην άμβλυνση των ανισοτήτων μεταξύ περιοχών και περιφερειών, με την προϋπόθεση ότι συγκεντρώνει την έμφαση στην ενίσχυση ιδιαίτερα των παραμεθόριων περιοχών, που χαρακτηρίζονται από αναπτυξιακή υστέρηση και μάλιστα στον εκσυγχρονισμό των παραγωγικών τομέων που διευκολύνουν περισσότερο τη συνεργασία τους με τον υπόλοιπο εθνικό χώρο και με τις γειτονικές χώρες.

Με βάση αυτή τη θεώρηση αυτό το Γενικό Πλαίσιο οφείλει να δώσει τη μεγαλύτερη δυνατή έμφαση στην ενίσχυση των παρακάτω χωρικών ζωνών και ενοτήτων συνεργασίας και βιώσιμης ανάπτυξης.

Τη Νοτιο-Δυτική ζώνη προς τις Μεσογειακές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Βόρειας Αφρικής, με έμφαση στον άξονα Ιονίου – Αδριατικής και τη σύνδεση με την Ιταλία και με κύρια πεδία έμφασης, εξειδίκευσης και συνεργασιών, την προστασία και ανάδειξη του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος, καθώς και την προβολή και αξιοποίηση των κοινών Μεσογειακών χαρακτηριστικών, του άξονα της Αδριατικής και του Μεσογειακού τόξου.

Τη Βόρεια ζώνη προς τις χώρες της Βαλκανικής χερσονήσου και της Μαύρης Θάλασσας, με πεδία έμφασης, εξειδίκευσης και συνεργασιών σε επιλεγμένους κλάδους της βιομηχανίας, στα δίκτυα μεταφορών και ενέργειας, τη μεταφορά τεχνογνωσίας, την από κοινού αναγνώριση, προστασία και ανάδειξη (διακρατικά με άλλα γειτονικά κράτη) της συνέχειας του φυσικού περιβάλλοντος και της πολιτιστικής κληρονομιάς και την προώθηση της γεωγραφικής συνοχής στην περιοχή της ΝΑ Ευρώπης.

Τη Ζώνη της Νοτιοανατολικής Μεσογείου προς την Κύπρο, Τουρκία και Μέση Ανατολή, με πεδία έμφασης, εξειδίκευσης και συνεργασιών τη σταδιακή αποκατάσταση των διαδρόμων ναυσιπλοΐας, εμπορίου και πολιτιστικών ανταλλαγών και με ιδιαίτερη επιδίωξη την επίτευξη στενότερων σχέσεων και ανάληψη κοινών πρωτοβουλιών με την Κύπρο.

Οι προϋποθέσεις για να ευδοκιμήσει, ολοκληρωθεί και εφαρμοστεί αυτή η εθνική χωροταξική πολιτική είναι :

    1. Η ενίσχυση αναπτυξιακών συνεργασιών με τις γειτονικές χώρες, με προώθηση αναπτυξιακών προγραμμάτων που θα προσελκύουν και θα κατευθύνουν επενδύσεις σε δραστηριότητες αιχμής και θα ενισχύουν το διεθνή ρόλο της χώρας, με ενεργές πρωτοβουλίες σε όλα τα επίπεδα και ειδικό σχεδιασμό στις παραμεθόριες χερσαίες περιοχές και στο νησιωτικό χώρο.
    2. Η ανάπτυξη νέων μορφών συνεργασιών και δικτύων ανάμεσα στις χώρες και στις περιφέρειες, στους τομείς του πολιτισμού, του τουρισμού, της παροχής υπηρεσιών, της εκπαίδευσης, του ανθρώπινου δυναμικού, των νέων τεχνολογιών κ.α.
    3. Η συνέχιση της πολιτικής δικτύων μεταφορών, ενέργειας και τηλεπικοινωνιών, με την προώθηση μεγάλων έργων υποδομής διευρωπαϊκής, διαβαλκανικής, παρα-ευξείνιας και εθνικής εμβέλειας, προκειμένου να ισχυροποιηθούν οι δεσμοί της χώρας με τους ευρωπαϊκούς και διεθνείς διαδρόμους ανάπτυξης και να αποκατασταθεί η γεωγραφική συνέχεια και η χωροταξική ολοκλήρωση με τις όμορες χώρες, πέραν των εξωτερικών συνόρων του ελλαδικού χώρου.
    4. Η ενσωμάτωση των περιβαλλοντικών απαιτήσεων στις τομεακές πολιτικές, ώστε να επιτευχθεί ο στόχος της αποσύζευξης της οικονομικής ανάπτυξης, από την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων και την περιβαλλοντική υποβάθμιση.

 

ΑΡΘΡΟ 4
Επιχείρηση Περιφερειακής Ανασυγκρότησης

Για την ουσιαστική απόδοση των στρατηγικών προτεραιοτήτων και επιλογών και για την ουσιαστική απόδοση και αξιοποίηση των διαθέσιμων πόρων, είναι απαραίτητη η διαμόρφωση των χωρικών επιπέδων αναφοράς, που θα καθορίσουν τελικά την αειφόρο ανάπτυξη και τη συνοχή του εθνικού χώρου.

Χωρικό επίπεδο αναφοράς.
Η επιλογή του κατάλληλου επιπέδου - μεγέθους χωρικής μονάδας ανάλυσης για τη μέτρηση των περιφερειακών ανισοτήτων και την επιτυχία της ισόρροπης πολυκεντρικής ανάπτυξης και κοινωνικής συνοχής, είναι μια κρίσιμη απόφαση.

Όπως υποστηρίζουν πολλοί ερευνητές η ενιαία χωρική ενότητα ενός εθνικού κράτους, έχει πάψει να είναι μέγεθος ανάλυσης, γιατί εξασφαλίζει μικρό βαθμό ομοιογένειας και συνοχής και υποκρύπτει σημαντικές χωρικές διαφοροποιήσεις.

Η άρτια συγκροτημένη διοικητική περιφέρεια παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην παραγωγή, καθότι διαθέτει θεσμική υποδομή, ισχυρή παρουσία και δραστηριοποίηση τοπικών οργανισμών και θεσμών (χρηματοδοτικοί φορείς, τοπικά επιμελητήρια, οργανισμοί κατάρτισης, εμπορικές ενώσεις, τοπική αυτοδιοίκηση , αναπτυξιακές εταιρείες, κέντρα καινοτομιών κ.α.).

Ταυτόχρονα το κατάλληλο μέγεθος της περιφέρειας με τη έννοια της ιστοριογεωγραφικής χωρικής ενότητας, διαδραματίζει κεντρικό ρόλο στην ανάπτυξη, λόγω της καλύτερης ομοιογένειας και συνοχής, χωρικής γειτνίασης και χωρικής συγκέντρωσης των συντελεστών παραγωγής. Ευνοείται η διεπιχειρησιακή συνεργασία, η κοινωνική συναίνεση, η θεσμική υποστήριξη, η καινοτομική δραστηριότητα και η κυκλοφορία των ιδεών.

Χαρακτηριστικό της χρονικής – οργανωτικής υστέρησης της χώρας, σε ότι αφορά την επιλογή χωρικής μονάδας ανάλυσης και τη διοικητική της διάρθρωση σε επίπεδο περιφέρειας, είναι το γεγονός ότι μέχρι το 1986 δεν υφίσταται η περιφέρεια ως ενιαίο χωρικό επίπεδο της κεντρικής διοίκησης. Το επίπεδο αυτό δημιουργείται το 1986 και αποκτά αρμοδιότητες το 1997.

Είναι ακόμη σαφές ότι η ισχύουσα χωρική διάρθρωση των δεκατριών περιφερειών ελάχιστα επηρεάστηκε από το αναπτυξιακό και «μέσο» χωρικό μέγεθος των περιφερειών στις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι κύριες αρχές και τα κριτήρια της διάρθρωσης αυτής, επικεντρώθηκαν στην ανάγκη προσαρμογής στις σχετικά μικρές, από χωρική άποψη, «ιστορικές» περιφέρειες και παραδοσιακές κοινωνικό – γεωγραφικές ενότητες του Ελληνικού χώρου με καθιερωμένη ιστορικά ονομασία (π.χ. Ήπειρος, Θεσσαλία, Κρήτη, Ιόνια νησιά κλπ.). η αναζήτηση ενός optimum «αναπτυξιακού» μεγέθους των προτεινόμενων περιφερειών, συγκρίσιμων και «ανταγωνιστικών» προς τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά μεγέθη δεν απασχόλησε τον τότε νομοθέτη, με αποτέλεσμα ο αριθμός των περιφερειών που προέκυψαν να είναι σαφώς μεγαλύτερος (και επομένως ή έκτασή τους μικρότερη) ακόμη και από τον αριθμό των ιστορικών γεωγραφικών περιφερειών της χώρας.

Αυτά ακριβώς τα θεωρούμενα ως «μειονεκτικά» χαρακτηριστικά αποτελούν τα πιο ορατά σημεία της μέχρι σήμερα κριτικής που σχετίζεται με τη συγκεκριμένη χωρική, περιφερειακή διάρθρωση. Οι προσπάθειες αντιμετώπισης αυτών των αδυναμιών, αλλά και οι αναμφισβήτητες αναγκαιότητες για ουσιαστικότερη αναβάθμιση του ρόλου της περιφέρειας, έτσι ώστε να αποτελέσει το κατ’ εξοχήν αναπτυξιακό – διοικητικό – χωρικό «κύτταρο» οργάνωσης και ανέλιξης της χώρας,  σε συσχέτιση με το ρόλο των περιφερειών στις άλλες χώρες της Ε.Ε. έχουν ανοίξει το διάλογο σε αναζητήσεις σ’ αυτή τη χώρα, πλέον «λειτουργικών» και προσαρμοσμένων στις σύγχρονες συνθήκες περιφερειών.

Με βάση τη μελέτη των παραπάνω δεδομένων το Γενικό Πλαίσιο προτείνει τη δημιουργία 8 περιφερειακών χωρικών επιπέδων αναφοράς που είναι τα ακόλουθα:

  1. Περιφέρεια Αν. Μακεδονίας και Θράκης.
  2. Περιφέρεια Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας.
  3. Περιφέρεια Δυτ. Ελλάδας.
  4. Περιφέρεια Κεντρικής Ελλάδας
  5. Περιφέρεια Αττικής – Βοιωτίας και Εύβοιας.
  6. Περιφέρεια Πελοποννήσου.
  7. Περιφέρεια Αιγαίου.
  8. Περιφέρεια Κρήτης.

Ο συνδυασμός του σχεδιασμού των επιμέρους περιφερειών και του εθνικού σχεδιασμού δεν είναι βέβαια εύκολος. Στην πράξη εμφανίζονται δύο ειδών προβλήματα: στην περίπτωση που συγκροτείται πρώτα το Εθνικό Σχέδιο ανάπτυξης, τα περιφερειακά σχέδια αναγκαστικά υποτάσσονται στις επιλογές που γίνονται σύμφωνα με μια συνολική λογική και, επομένως, έχουν απλά μια συμπληρωματική λειτουργία. Όταν, αντίθετα, τα περιφερειακά σχέδια θεωρηθούν πρωτεύοντα, το εθνικό σχέδιο δεν αποτελεί πλέον παρά απλό άθροισμα των σχεδίων των περιφερειών.

Σ’ αυτό το Γενικό Πλαίσιο προτείνουμε την αρχή της «συμπληρωματικότητας» των διαδικασιών σχεδιασμού : «Από τη βάση προς την κορυφή και από την κορυφή προς τη βάση». Έτσι μετριάζονται οι ανεπιθύμητες συνέπειες μιας συνολικής πολιτικής που έχει αποφασιστεί σε υψηλότερο επίπεδο.

Μετά την ολοκλήρωση της διαβούλευσης και της συμπληρωματικότητας οι κατευθύνσεις που επιλέγονται, εντάσσονται στο συνολικό σχεδιασμό και αποτελούν το πλαίσιο των υποκείμενων σχεδιασμών:
α) του τομεακού σχεδιασμού
β) του περιφερειακού σχεδιασμού.

Υποκείμενα επίπεδα σχεδιασμού ΓΠΣ – ΣΧΟΟΑΠ.

Ο χωροταξικός σχεδιασμός ολοκληρώνεται με την οριοθέτηση ζωνών χρήσεων γης, δικτύων μεταφορών και λοιπών προτάσεων σε κλίμακα 1 : 25000 μέσω των ΓΠΣ και ΣΧΟΟΑΠ του νόμου 2508/97. Τα σχέδια αυτά αποτελούν χωροταξικά σχέδια Δήμων που εξειδικεύουν τις κατευθύνσεις του παρόντος Γενικού Πλαισίου. Τα ήδη συνταχθέντα ΓΠΣ και ΣΧΟΟΑΠ θεσμοθετούνται ανεξάρτητα, με βάση το άρθρο 9 παρ. 1 δεύτερο εδάφιο του νόμου 2742/99.

Με βάση τις κατευθύνσεις του Γενικού Πλαισίου αναθεωρούνται επίσης τα θεσμοθετημένα Περιφερειακά Πλαίσια, στα οποία έχουν ήδη προσαρμοστεί τα συνταχθέντα ΓΠΣ – ΣΧΟΟΑΠ βάσει των προδιαγραφών τους.

ΑΡΘΡΟ 5
Κατευθύνσεις Ειδικών Χωροταξικών Πλαισίων

α) Περιβάλλον
β) Πολιτισμός
γ) Δικτύων Υποδομής (μεταφορές – τηλεπικοινωνίες – ενέργεια)
δ) Αστικό Δίκτυο
ε) Γεωργία
στ) Τουρισμός
ζ) Βιομηχανία – Εμπόριο

ΑΡΘΡΟ 6
Κατευθύνσεις Περιφερειακών Χωροταξικών Πλαισίων

  1. Περιφέρεια Αν. Μακεδονίας και Θράκης.
  2. Περιφέρεια Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας.
  3. Περιφέρεια Δυτ. Ελλάδας.
  4. Περιφέρεια Κεντρικής Ελλάδας
  5. Περιφέρεια Αττικής – Βοιωτίας και Εύβοιας.
  6. Περιφέρεια Πελοποννήσου.
  7. Περιφέρεια Αιγαίου.
  8. Περιφέρεια Κρήτης.

 

Για το Διοικ. Συμβούλιο

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ
Π. ΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΣ

 

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΗ ΧΩΡΙΚΗ – ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗ ΔΙΑΡΘΡΩΣΗ

 

 

 


Αρχή σελίδας