… αυτοί που φεύγουν

Νίκος Μουτσόπουλος

Πλήρης ημερών και πνευματικού έργου έφυγε από τη ζωή, σε ηλικία 92 ετών, ο ομότιμος καθηγητής της Πολυτεχνικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, Νικόλαος Μουτσόπουλος.

Ο Νικόλαος Μουτσόπουλος του Κωνσταντίνου, γεννήθηκε το 1927 στην Αθήνα και υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους ερευνητές-αρχιτέκτονες.

Σπούδασε Αρχιτεκτονική στο Εθνικό Μετσόβειο Πολυτεχνείο και μετεκπαιδεύτηκε στη Γαλλία. Διδακτορικό δίπλωμα έλαβε από την Αρχιτεκτονική Σχολή του Ε.Μ.Π. Είναι διπλωματούχος της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ., όπου και δίδαξε κατ’ ανάθεση το μάθημα της Χριστιανικής Αρχαιολογίας και Τέχνης.

Το 1958 εκλέγεται τακτικός καθηγητής στην Έδρα της Αρχιτεκτονικής Μορφολογίας στο Αρχιτεκτονικό Τμήμα της Πολυτεχνικής Σχολής του Α.Π.Θ. Έχει ασχοληθεί με τη βυζαντινή και μεταβυζαντινή εκκλησιαστική αρχιτεκτονική και τη μελέτη της βυζαντινής και της παραδοσιακής κατοικίας και τέχνης.

Έχει γράψει σχετικές μελέτες και έχει διοργανώσει και μετάσχει σε πολλά διεθνή και τοπικά επιστημονικά συνέδρια. Έχει διενεργήσει ανασκαφές σε διάφορα σημεία της Ελλάδας. Ασχολήθηκε με τη μελέτη και την καταγραφή των οχυρών οικισμών και κάστρων του βορειοελλαδικού χώρου και με θέματα συγκριτικής μορφολογίας. Έχει εκπονήσει την αρχιτεκτονική μελέτη του Πατριαρχικού Ιδρύματος Πατερικών Μελετών στην Ιερά Μονή Βλατάδων στη Θεσσαλονίκη και του καθολικού και του Συνοδικού του Ιερού Ησυχαστηρίου του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στη Σουρωτή.

Το 1969 ο Νίκος Μουτσόπουλος ανακάλυψε σε ανασκαφή στην Πρέσπα, πλάι στον τάφο με το λείψανο του Αγίου Αχιλλείου ακόμη τέσσερις σαρκοφάγους.

Όπως αποδείχτηκε μετά από διεξοδικές  επιστημονικές εξετάσεις των οστών αυτές  ανήκαν στον βασιλιά Σαμουήλ στον «πατέρα του έθνους» της Βουλγαρίας αλλά και σε στενούς συγγενείς του.

Επί δεκαετίες ο ομότιμος καθηγητής Ν. Μουτσόπουλος φύλασσε τα οστά του Βούλγαρου ηγέτη στο πατάρι του σπιτιού του, για να τα παραδώσει αργότερα στο Βυζαντινό Μουσείο της Θεσσαλονίκης.

Αυστηρός, πολυπράγµων και πληθωρικός, άσκησε σε δεκάδες σειρές σπουδαστών και ερευνητών αξιοσηµείωτη επιρροή. ∆εν ήταν µόνος, αλλά χωρίς αυτόν όλα θα ήταν πιο συµβατικά, πιο αναµενόµενα. Χρόνια πάνω στην ανασκαφική πράξη, ακολουθώντας ποικίλες πηγές και ιστορικά σύνολα, ξεκίνησε από την αρχιτεκτονική του παρελθόντος από την Αίγινα έως τις Πρέσπες, τα φρούρια και τις µεσαιωνικές υποδοµές του κεντρικού βαλκανικού χώρου, επιµένοντας στη δηµιουργία ενός «εργόχειρου» βιωµατικής ιστορικής µνήµης, και αυτό το κατάφερε σε χρόνια Ψυχρού Πολέµου και εφεξής, καθώς συγκέντρωσε το ενδιαφέρον και τη συµπάθεια συναδέλφων του ακαδηµαϊκών από πολλές γειτονικές χώρες.

Με τον θάνατο του Νικόλαου Μουτσόπουλου κλείνει µια ιδιότυπη, χαρισµατική γενιά, που θα µπορούσε να χαρακτηριστεί ως «πρώτη µεταπολεµική».