Ο Σύλλογος

Κείμενο της ΑΚΕΑ για τη Biennale Αρχιτεκτονικής Βενετίας 2016

Γιατί να ασχοληθούμε με τη Biennale Αρχιτεκτονικής στη Βενετία;

Η εκπροσώπηση της ελληνικής συμμετοχής στη Biennale για το 2016 παρουσιάζει τρία ιδιαίτερα χαρακτηριστικά:

Πρώτον, το θέμα της φετινής Biennale «Reporting from the Front – Ανταπόκριση από το Μέτωπο» με σαφείς αναφορές στην τραγική εξάπλωση των ένοπλων συρράξεων και των προσφυγικών ρευμάτων στη γεωγραφική γειτονιά της Ελλάδας, αποτέλεσε μία ενδιαφέρουσα ανορθογραφία στην συχνά απολίτικη έως τώρα συνηθισμένη θεματολογία της Biennale.

Δεύτερον, η διοργάνωσή της δεν ανατέθηκε «εργολαβικά» -ως συνήθως- σε κάποιον εκπρόσωπο της ελίτ του εγχώριου συντεχνιακού στερεώματος, μακριά από τα πραγματικά ζητήματα του κλάδου, της αρχιτεκτονικής και των αρχιτεκτόνων. Αντίθετα, τη διοργάνωση της ελληνικής συμμετοχής ανέλαβε ένας θεσμός συλλογικής εκπροσώπησης των αρχιτεκτόνων, ο ΣΑΔΑΣ – Πανελλήνια Ένωση Αρχιτεκτόνων,  χωρίς προσωποπαγή χαρακτήρα, διάσημους curators και τετελεσμένες αποφάσεις “από τα αποδυτήρια”.

Τρίτον, στην εσωτερική κατάσταση του ΣΑΔΑΣ-ΠΕΑ, «εθνικού επιτρόπου» και διοργανωτή της ελληνικής συμμετοχής στη Biennale για το 2016, φάνηκε πως κάτι μπορεί να αλλάξει, να ανατρέψει τη μακροχρόνια πορεία απομάκρυνσης του Συλλόγου από τις αναζητήσεις της πληττόμενης πλειοψηφίας των αρχιτεκτόνων, των εργαζομένων και των κατοίκων της πόλης ευρύτερα. Η αλλαγή στο συσχετισμό δυνάμεων και στη διοίκηση του ΣΑΔΑΣ-ΠΕΑ, οι πρώτες αισιόδοξες κινήσεις με τη θεσμική κάλυψη πρωτοβουλιών “από τα κάτω” και ο προγραμματισμός ριζοσπαστικών και ανοιχτών δράσεων δημιούργησε την προσδοκία μίας εναλλακτικής παρουσίας και δράσης του Συλλόγου κόντρα στην πανταχού παρούσα Τ.Ι.Ν.Α.

Γιατί όχι, ακόμη και στο θεσμό της Biennale.

Τι θέλουμε να κερδίσουμε από την ελληνική συμμετοχή;

Καταρχήν, επιδιώκουμε την περαιτέρω πολιτικοποίηση της αρχικής διστακτικής πρόθεσης σύνδεσης του θεσμού με την κοινωνική πραγματικότητα και τα ζητήματα χώρου και Αρχιτεκτονικής που απορρέουν από αυτή. Η Αρχιτεκτονική, ως ενότητα τέχνης και τεχνικής, μπορεί απλά και μόνο να αναπαριστά στο χώρο τις κοινωνικές συνθήκες. Ακόμη χειρότερα, μπορεί να τις συγκαλύπτει πίσω από την εικόνα του ενός χωρικού θεάματος και πολλών προσωπικών φιλοδοξιών. Μπορεί όμως και να αναδεικνύει τα κοινωνικά ζητήματα και τις αιτίες που τα προκαλούν, ώστε να παρέχει το υλικό πεδίο της επίλυσής τους. Στην κατεύθυνση αυτή πιστεύουμε ότι οφείλουμε να εργαστούμε, με επίκεντρο το προσφυγικό ζήτημα εντός του θεματικού πλαισίου  της φετινής Biennale Αρχιτεκτονικής.

Επιπλέον, οφείλουμε να υπερασπιστούμε και να αναδείξουμε τη δυνατότητα της συλλογικής δημιουργικότητας και επινοητικότητας απέναντι στη λογική της αυθεντίας και της ατομικής προβολής, που –όχι με τυχαίους, ουδέτερους κι ανιδιοτελείς όρους- επικρατεί τα τελευταία χρόνια στη διαδικασία της ελληνικής εκπροσώπησης. Θέλουμε να αμφισβητήσουμε την ιεραρχική και προσωποκεντρική δομή σχεδιασμού, εκτέλεσης κι εκπροσώπησης του προϊόντος της  εργασίας του αρχιτέκτονα ως το μοναδικό αποτελεσματικό και λειτουργικό μοντέλο.

Τέλος, θέλουμε να παρέμβουμε στον ίδιο το θεσμό της Biennale, εντός κι ενάντια στον υφιστάμενο τρόπο λειτουργίας του, την ελιτίστικη και την γκλάμουρους κουλτούρα του, εν γένει αναντίστοιχη με τις αναζητήσεις της πλειοψηφίας των εργαζόμενων και άνεργων αρχιτεκτόνων, αλλά και σε πλήρη αντίθεση με την τρέχουσα κοινωνική συγκυρία και την τραγικότητα που περιβάλλει τα ζητήματα της στέγασης, τη συντήρηση και την κατασκευή νέων υλικών και χωρικών φραγμών της ανθρώπινης δραστηριότητας.  Στόχος μας είναι να δημιουργήσουμε ρήγματα στο δίχτυ που εγκλωβίζει το προϊόν της αρχιτεκτονικής δημιουργίας σε κλειστό εμπορευματικό πλαίσιο.

Τι κατάσταση αντιμετωπίσαμε στον ΣΑΔΑΣ-ΠΕΑ;

Η διοργάνωση της ελληνικής συμμετοχής στη Biennale Αρχιτεκτονικής της Βενετίας, ιδιαίτερα με συλλογικούς και ανοιχτούς όρους, δεν είναι ούτε αυτονόητη, ούτε απρόσκοπτη διαδικασία.

Όμως, το φάσμα των αντιδράσεων που ξεδιπλώθηκαν ενόψει της προοπτικής αυτής δεν δικαιολογείται ούτε από την συνθετότητα του προβλήματος, ούτε από τη διαφορετικότητα των προσεγγίσεών του, που είναι απόλυτα φυσιολογικό πως θα εμφανίζονταν.

Τόσο η ιδιαιτερότητα της θεματολογίας της φετινής Biennale, όσο και η πρωτόγνωρη πρόκληση συλλογικής πραγμάτωσης της ελληνικής εκπροσώπησης, δέχτηκαν ένα διπλό παραγκωνισμό, ως αποτέλεσμα άλλοτε της αδιαφορίας και της συντηρητικής δύναμης αδράνειας, κι άλλοτε  της απροθυμίας ή και της συνειδητής εναντίωσης στην εναλλακτική της συλλογικής εκπροσώπησης με ένα κοινωνικό περιεχόμενο ριζοσπαστικό και ταυτόχρονα συμβατό με την πολιτική ανορθογραφία του φετινού θεματικού πλαισίου.

Από τη μία, η προοπτική ενός ανοιχτού, συλλογικού και συμμετοχικού τρόπου διοργάνωσης της ελληνικής συμμετοχής επιχειρήθηκε να ενταφιαστεί εν τη γενέσει, πριν ακόμη δοκιμαστεί, παρέχοντας προτεραιότητα στη γραφειοκρατία και στη λογική της επαγγελματικής αυθεντίας, μέσα από διαδικασίες επιλογής curators με πατροπαράδοτα κριτήρια “αριστείας”.

(1η Ερώτηση: Ποιος/α είναι άραγε καταλληλότερος/η να δώσει ένα μία «Ανταπόκριση από το Μέτωπο»: ένας ακαδημαϊκός θώκος/ μία τεχνική εταιρία, που διαθέτει διακρίσεις και διασυνδέσεις, χωρίς να έχει ασχοληθεί ποτέ με την κοινωνικοπολιτική κατάσταση στην ευρύτερη περιοχή ή ένας άνθρωπος / μια ομάδα που ασχολήθηκε ενεργά με τη χωρική διάσταση του προσφυγικού ζητήματος;)

Από την άλλη, το περιεχόμενο της ελληνικής συμμετοχής, παρά την προφανή παραπομπή του θέματος “Reporting from the Front” σε ζητήματα όπως το προσφυγικό και τον πλούτο της εγχώριας εμπειρίας επί αυτού, πνίγεται στα λιμνάζοντα νερά των εμμονών ενός συντηρητικού τμήματος που έσπευσε να αναλάβει την “εθνική εκπροσώπηση”.

Τι κι αν οι δείκτες των ετήσιων προσφυγικών ροών έχουν ξεπεράσει κάθε προηγούμενο στην ιστορία της ανθρωπότητας, τι κι αν το Αιγαίο συγκεντρώνει το παγκόσμιο ανθρωπιστικό ενδιαφέρον ως πραγματικό  χωρικό “μέτωπο” της προσφυγικής τραγωδίας;  Η “ανταπόκριση” οργανωμένης μερίδας συναδέλφων στη θεματολογία της Biennale εξαντλήθηκε σε ένα πλαίσιο γύρω από το ζήτημα της νομοθετικής ρύθμισης με ΠΔ των μορφολογικών κανόνων δόμησης, το οποίο προτάχθηκε ως καταλληλότερο θέμα για την ελληνική συμμετοχή…

(2η Ερώτηση: Ποια θα είναι η αντίδραση της διεθνούς γνώμης όταν, αναμένοντας από την ελληνική εκπροσώπηση τον πρώτο λόγο στα πλαίσια της “Ανταπόκρισης από το Μέτωπο”, αντικρίσει στο ελληνικό περίπτερο μία συμμετοχή με επίκεντρο τη νομοπαρασκευαστική διαδικασία για τους “μορφολογικούς κανόνες δόμησης”;)

Δε θα μας προκαλούσαν εντύπωση οι προτάσεις αυτές, αν προέρχονταν μόνο από την πλευρά του συντηρητικού μπλοκ που κυριαρχούσε (ή κυριαρχεί ακόμη;) στο εσωτερικό του ΣΑΔΑΣ-ΠΕΑ. Η εκφορά της ίδιας επιχειρηματολογίας από εκλεγμένους εκπροσώπους της Αριστεράς προκαλεί περισσότερη απογοήτευση και ερωτηματικά και θα έχουν την κύρια ευθύνη σε ενδεχόμενη κατασπατάληση της δυνατότητας αυτής για τον Σύλλογο.

Τι κάνουμε τώρα;

Συνοπτικά, η χειρότερη εξέλιξη, πέρα από τον διεθνή εξευτελισμό, θα ήταν η υποχώρηση ή η παραίτηση από την προσπάθεια υπέρβασης της λογικής του lobbying, της ελεύθερης αγοράς και της ατομικής προβολής τόσο στα πλαίσια της Biennale Αρχιτεκτονικής, όσο και –κυρίως-  του ίδιου του ΣΑΔΑΣ-ΠΕΑ.

Ενάντια στην προοπτική αυτή, επιμένουμε στη διοργάνωση της ελληνικής συμμετοχής με βάση τις αρχές της συλλογικότητας, της ανοιχτής συμμετοχής και την ανάγκη για ανάδειξη του κοινωνικού περιεχομένου της Αρχιτεκτονικής. Συνεπώς προτείνουμε:

  • Ορισμός θεματολογίας με επίκεντρο το προσφυγικό ζήτημα.
  • Εξωστρεφείς, συλλογικές, δημοκρατικές και ανοιχτές και συμμετοχικές διαδικασίες σε κάθε βήμα που αφορά την ελληνική συμμετοχή, από τη λήψη αποφάσεων μέχρι την τεχνική υλοποίηση του περιπτέρου της ελληνικής συμμετοχής. Φορέας της προσπάθειας μπορεί να είναι μια ανοικτή επιτροπή του Συλλόγου, η οποία θα λειτουργεί με βάση τη λογική των μόνιμων επιτροπών του (προσπάθεια σύνθεσης των απόψεων, συντονιστής/ες από το ΔΣ, επικύρωση αποφάσεων από το ΔΣ, κ.λπ.)
  • Πρόνοια, σχεδιασμός και διασφάλιση της αποδοτικότητας και της λειτουργικότητας των συμμετοχικών διαδικασιών από το ΔΣ του ΣΑΔΑΣ-ΠΕΑ, ενάντια στον κίνδυνο αναποτελεσματικότητας και εκφυλισμού.
  • Μη προσωποκεντρική εκπροσώπηση της χώρας (χωρίς προβολή ονομάτων πέρα από το όνομα του ΣΑΔΑΣ-ΠΕΑ, ενδεχόμενη αλφαβητική ισότιμη αναγραφή των ονομάτων όσων θα εργαστούν για την έκθεση και τον κατάλογο κλπ). Το σημαντικότερο είναι ότι η έκθεση πρέπει να δουλευτεί συλλογικά από την ανοιχτή επιτροπή και να καταλήξει σε ενιαία αισθητική έκφραση η οποία θα έχει μία κεντρική ιδέα – χειρονομία. Ένα περίπτερο το οποίο θα αποτελείται από μία παράθεση πινακίδων διαφορετικών ομάδων, οι οποίες θα έχουν δουλέψει ξεχωριστά από το γραφείο ή το σπίτι τους είναι ένα κακό και βαρετό περίπτερο.
  • Προσανατολισμός της ελληνικής συμμετοχής στην αντι-εμπορευματική διάσταση της Αρχιτεκτονικής, στο πλαίσιο της αλληλεγγύης και του διεθνισμού.