Αρχιτεκτονική

Ιδιοκτησία στην Ελλάδα Χθες, σήμερα, αύριο… | “αρχιτέκτονες”

γράφει η Άννα Μελανίτου

Η Ελλάδα ήταν μέχρι πρόσφατα μια χώρα με ποσοστό ιδιοκατοίκησης 80%, και μάλιστα οι περισσότεροι εκτός από την πρώτη κατοικία διέθεταν και το εξοχικό ή το σπίτι στο χωριό.

Τα τελευταία 3 χρόνια συντελούνται ιστορικές αλλαγές. Το επίπεδο και οι συνθήκες της ζωής στην Ελλάδα σήμερα, στη μετά το μνημόνιο εποχή, θα μπορούσαν να συγκριθούν μόνο με τις συνθήκες της δεκαετίας μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο (ελπίζω να αποφύγουμε τον εμφύλιο πόλεμο που μεσολάβησε).

Η έλλειψη ρευστότητας και η ανεργία έχει ως αποτέλεσμα οι ιδιοκτησίες να περνούν στα χέρια των τραπεζών ή του Δημοσίου. Τα περί προστασίας της α΄ κατοικίας απο τους πλειστηριασμούς απλώς διευκολύνουν τις τράπεζες προκειμένου να καταγράψουν τις ιδιοκτησίες για να προχωρήσουν με ελεγχόμενο τρόπο, επιλέγοντας στη διαδικασία αυτή, ώστε να μην υπάρξει νέο κραχ, από την προσφορά των ακινήτων στην αγορά αυτή τη φορά.

Εξηγούμαι:

α) Από στοιχεία των Υπ. Οικονομικών και Υπ. Ανάπτυξης, οι κάτοχοι αστικών ακινήτων με αντικειμενική αξία μεγαλύτερη των 200.000 ευρώ (που πληρώνουν ΦΑΠ) είναι 250.000 φορολογούμενοι ή το 5% των φορολογουμένων. Αυτοί, μέσα στο 2013, επιβαρύνθηκαν με τις ΦΑΠες των 4 τελευταίων ετών, πλέον των λοιπών επιβαρύνσεων και χαρατσιών, ανεξαρτήτως πραγματικού εισοδήματος, επομένως, ενώ γίνονται και οφειλέτες του Ελληνικού Δημοσίου, de facto αποκλείονται από τη νέα ρύθμιση περί προστασίας από τους πλειστηριασμούς της α΄ κατοικίας των δανειοληπτών.

β) Οι ελεύθεροι επαγγελματίες η κατηγορία των φορολογουμένων που πραγματικά έχει πληγεί σε μεγαλύτερο βαθμό από όλους τους υπόλοιπους (υπερφορολόγηση και επί φανταστικών εισοδημάτων, επιβολή κεφαλικών ειδικών εισφορών, έλλειψη ρευστότητας που οδηγεί σε οικονομική ασφυξία, αδυναμία πληρωμής ακόμη και των ασφαλιστικών εισφορών) – ανασφάλιστοι, κάποιοι πέρασαν ήδη στην κατηγορία «άνεργοι», οι υπόλοιποι (που το παλεύουν ακόμη) ανήκουν στην κατηγορία «υποαπασχολούμενοι» (πλην ελαχίστων εξαιρέσεων). Αυτοί έχουν δανειοδοτηθεί συνήθως για απόκτηση επαγγελματικής στέγης ή λογαριασμών κεφαλαίων κίνησης. Εάν οι τράπεζες μέχρι σήμερα δεν τα έχουν παραλάβει (περιπτώσεις αδυναμίας πληρωμής των δόσεων λίζινγκ ακόμη και προς το τέλος της σύμβασης), τους εκβιάζουν προκειμένου να ρυθμίσουν τις λοιπές οφειλές, τις οποίες τεχνητά τους έχουν δημιουργήσει με τα ληστρικά επιτόκια του 20% περίπου που επιβάλλουν πλέον ποσών ποινής λόγω των καθυστερήσεων που υπάρχουν. Απαιτούν ακίνητο για υποθήκευση χωρίς να προσφέρουν και την αντίστοιχη ρευστότητα που έχουν ανάγκη, στραγγαλίζοντας με τον τρόπο αυτό κάθε δημιουργική ικμάδα αυτής της κοινωνίας.

Και αυτά δεν αρκούν: Τα ασφαλιστικά ταμεία επιβάλλουν εξοντωτικές εισφορές και, σε καθυστέρηση της καταβολής, εξοντωτικούς τόκους, ακόμη και στις εισφορές για το ταμείο υγείας (που δεν απολαμβάνουν όσοι δεν μπορούν να καταβάλουν τις εισφορές τους – ανασφάλιστοι) ή επί των εισφορών για τους ανέργους (που επίσης δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν από αυτούς, αφού δεν μπορούν να θεωρηθούν άνεργοι).

Οι παραπάνω κατηγορίες, που στραγγαλίζονται οικονομικά, προκειμένου να ικανοποιηθεί το λαϊκό αίσθημα, αποτελούν και τις κατηγορίες που δημιουργούν θέσεις εργασίας, έτσι η ανεργία οδηγήθηκε στο 27,5%, χωρίς ελπίδα μείωσης.

Την πρακτική της απαίτησης ακινήτου για ρύθμιση χρεών από καταναλωτικά δάνεια και κάρτες την εφαρμόζουν οι τράπεζες προς όλους, μεταφέροντας τις δικές τους επισφάλειες σε ακίνητα που θα κατάσχουν αργότερα.

Δικαιούμαι λοιπόν να αναρωτηθώ:

Γιατί συζητούμε περί δήθεν προστασίας της α΄ κατοικίας;

Γιατί το Δημόσιο μπορεί να κατάσχει ακίνητα και για 300 ευρώ;

Γιατί τα ασφαλιστικά ταμεία μπορούν να μεταφέρουν τις παραπάνω παράλογες απαιτήσεις τους στη ΔΟΥ για είσπραξη μέσω κατασχέσεων;

Γιατί δεν επιβάλλουμε στις τράπεζες (που ανακεφαλαιοποιήθηκαν με τα κεφάλαια που επιστρέφονται από τη δική μας εισφορά και υπερφορολόγηση) να δανείζουν όσους θέλουν κεφάλαια όταν υποθηκεύουν ακίνητο αντίστοιχης διπλάσιας αξίας, όταν υπάρχουν ακίνητα που πληρώνουν ΦΑΠ και δεν προστατεύονται;

Επειδή λοιπόν οι τράπεζες θα μας πάρουν τα ακίνητα και δεν θα ξέρουν τι να τα κάνουν τα διάφορα funds που έχουν λάβει ήδη θέση ας λάβουν υπόψη τους αυτά που συνέβησαν και σε άλλες χώρες.

Θα πρότεινα εκτός του Συνεργαζόμενου Δανειολήπτη να απαιτήσουμε τη Συνεργαζόμενη Τράπεζα, η οποία θα προωθεί τη ρευστότητα που απέκτησε με τους φόρους μας στην κατηγορία όσων τουλάχιστων δημιουργούν θέσεις εργασίας και έχουν ακίνητη περιουσία που δεν προστατεύεται, χωρίς άλλους όρους. Ίσως με αυτό τον τρόπο πάρουν και μερικά ακίνητα που θα προσφέρουν τουλάχιστον θέσεις εργασίας…

Διαφορετικά όλα τα ακίνητα σ’ αυτούς θα καταλήξουν. Τώρα απλώς θα γίνει η καταγραφή.


Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην Περιοδική έκδοση “αρχιτέκτονες”, τεύχος 08, Δεκέμβριος 2013