Αρχιτεκτονική

Οι τρεις προκλήσεις των μελετών μορφολογικών κανόνων δόμησης | “αρχιτέκτονες”

Από την 1η Επιστημονική συνάντηση συνΕργασίας «Μελέτες μορφολογικών κανόνων δόμησης και αρχιτεκτονική κληρονομιά»

γράφει η  Μαρία Φραντζή, αρχιτέκτων-πολεοδόμος

Η διαδικασία της δόμησης, μέσα από τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό, ταυτίζεται με τη διαδικασία σύλληψης, σχεδιασμού και κατασκευής του κάθε έργου: πρόκειται για μια εύπλαστη πορεία και στη διάρκειά της ενσωματώνονται οι διαφορετικοί ρυθμιστικοί παράγοντες που παρουσιάζονται όσο προχωράει η έρευνα. Ο χρόνος ενεργοποιείται ως δυναμικό εργαλείο σχεδιασμού, όσον αφορά τη μακροπρόθεσμη πορεία των κατασκευών στο πέρασμα των ετών, αλλά και τον τρόπο που τα έργα γίνονται αντιληπτά από τους χρήστες και τους επισκέπτες τους κάθε διαφορετική ημέρα και ώρα.

Από τις παρουσιάσεις των μελετών μορφολογικών κανόνων δόμησης (ΜΜΚΔ), κατά την πρόσφατη συνάντηση ΣυνΕργασίας στη Ναύπακτο, διαφάνηκαν μια σειρά από προκλήσεις.

Η αναγκαιότητα της ιστορικής συνέχειας στο περιβάλλον, φυσικό και ανθρωπογενές, ήταν η πρώτη πρόκληση.

Η χρήση του «παραδοσιακού» στοιχείου με τρόπο που το βγάζει από τη συνολική ιστορική του διάσταση δημιουργεί συνθήκες ανάσχεσης της κοινωνικής και πνευματικής ανανέωσης. Στον αντίποδα, σύγχρονος αρχιτεκτονικός σχεδιασμός δεν σημαίνει υποχρεωτικά απαλλαγή από την παράδοση, με τη δυναμική της έννοια, αλλά σύγχρονη έκφραση των αληθειών ενός τόπου.

Η πορεία προς τη διαμόρφωση της σημερινής αντίληψης για τη διατήρηση της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς διαφαίνεται από το συνολικότερο πλαίσιο των προσπαθειών για αστική ανανέωση που έγιναν κατά καιρούς στα ευρωπαϊκά κράτη. Στην εξέλιξη αυτών των προσπαθειών εμφανίζονται τα αίτια αλλά και τα κίνητρα της κίνησης για την προστασία της. Για μεγάλο χρονικό διάστημα (ιδιαίτερα κατά την περίοδο της επιρροής του μοντέρνου κινήματος) η αστική ανανέωση ήταν κατανοητή ως ριζική μετατροπή των συνοικιών ή των ζωνών που είχαν κηρυχθεί ανθυγιεινές.

Η διάδοχη αντίληψη υπαγορεύει διατήρηση της χτισμένης κληρονομιάς με συντήρηση, βελτίωση και επανάχρησή της. Πολλές επιχειρήσεις αστικής ανανέωσης αλλάζουν τα προγράμματά τους και, αντί να πραγματοποιήσουν κατεδαφίσεις και επανακατασκευές, κάνουν μεικτές επεμβάσεις. Η άποψη που βαθμιαία κυριαρχεί είναι πως η ανανέωση του αστικού ιστού, ιδιαίτερα στις συνοικίες που υποβαθμίζονται, πρέπει να γίνεται με συνεχή και προοδευτικό τρόπο, με μικρά βήματα. Ακολουθώντας αυτή την άποψη η αστική ανανέωση πραγματοποιείται με μια συνεχή διαδικασία επανακατασκευής σε μικρή κλίμακα και σταδιακής ανανέωσης του ιστού.1

Η δεύτερη πρόκληση, για κάθε μαχόμενο περί την αρχιτεκτονική, είναι οι δυνατότητες που παρέχουν αυτές οι ΜΜΚΔ αν υιοθετηθούν κοινά μεθοδολογικά χαρακτηριστικά και γίνει σωστή διαχείριση της πληροφορίας τους. Στο δρόμο της συγκρότησης νέων θεσμών είναι απαραίτητη η συνεργασία πολλών ειδικοτήτων και η πλατιά συμμετοχή όλων εκείνων τους οποίους αγγίζουν και στους οποίους απευθύνονται. Για να γίνει το υπάρχον ανθρωπογενές περιβάλλον κάτι περισσότερο από μια πηγή φορμαλιστικής έμπνευσης, είναι απαραίτητες οι μελέτες διεπιστημονικού χαρακτήρα.

Τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα των εναλλακτικών σεναρίων ανάπτυξης σ’ έναν οικισμό εκτιμώνται με βάση οικονομικά, κοινωνικά και περιβαλλοντικά κριτήρια, παίρνοντας υπόψη την ευημερία των μελλοντικών γενεών. Διότι, όπως αναφέρεται και στην Έκθεση Brundtland,2 η βιώσιμη ανάπτυξη δεν είναι μια σταθερή κατάσταση αρμονίας, αλλά μια συνεχής, ισορροπημένη, διαρκώς αναπροσαρμοζόμενη διαδικασία αλλαγής.

Στο κάθε πρόγραμμα, προκειμένου να προσεγγισθεί η βιωσιμότητα, είναι απαραίτητη η ανάλυσή της σε επί μέρους συγκεκριμένους στόχους, διαδικασία ιδιαίτερα επίπονη και σημαντική.3

Στις παραδοσιακές κοινωνίες η οπτική αρμονία μεταξύ υπάρχοντος και καινούριου ήταν δεδομένη και ανατροφοδοτούμενη.4 Αυτή η εσωτερική αρμονία δεν είναι πλέον εύκολο να υπάρχει στις σύγχρονες κοινωνίες. Η άνιση κατανομή των πιέσεων για ανάπτυξη και η θεώρηση της ποιότητας του χτισμένου περιβάλλοντος ως δημόσιου αγαθού αντιμετωπίζονται μέσα από τον κρατικό έλεγχο. Ο κυβερνητικός έλεγχος στοχεύει (θεωρητικά) στην ενσωμάτωση όλων των στοιχείων που συνθέτουν την ποιότητα του χτισμένου περιβάλλοντος σε μια συνάρτηση κοινωνικής ευημερίας.5

pe10_img55

Στη σύζευξη των παραπάνω, οι ΜΜΚΔ καλούνται να διευκολύνουν την πολιτεία να ενδιαφερθεί κατά προτεραιότητα για τον πολεοδομικό-αστικό σχεδιασμό και κατ’ επέκταση για την αρχιτεκτονική των κτηρίων που κατασκευάζονται. Αρχιτεκτονική που αξιολογείται με βάση την ενσωμάτωσή της στο τοπίο (αστικό ή εξωαστικό), αποφασιστικό κριτήριο της οποίας αποτελεί η συνομιλία που δημιουργεί με το εκάστοτε φυσικό και ανθρωπογενές περιβάλλον μέσα από τον όγκο και τα ιδιαίτερα στοιχεία της φυσιογνωμίας του τόπου.

Το στοίχημα αυτών των μελετών είναι να δώσουν το πλαίσιο που θα στηρίξει την αρχιτεκτονική δημιουργία σε δύο κατευθύνσεις:

  • Θα αποδώσουν τα στοιχεία όπου θα βασιστεί το κομμάτι του αστικού και εξωαστικού προγραμματισμού που αφορά τον αστικό σχεδιασμό όπως αυτός ορίζεται ήδη στο νόμο 4067: ως το στάδιο αυτό μεταξύ του πολεοδομικού προγραμματισμού και της αρχιτεκτονικής πράξης που αναλαμβάνει και την οργάνωση του δημόσιου χώρου και ασχολείται με τις μεταβλητές που αφορούν τη διαχείριση των οπτικών πόρων του τοπίου.
  • Θα κατοχυρώσουν θεσμικά την απαίτηση για επιστημονική τεκμηρίωση της αρχιτεκτονικής προσέγγισης που επιλέγεται, με βάση τη δυναμική προσέγγιση της ιδιαίτερης τοπικής φυσιογνωμίας.

Οι συγκεκριμένες μελέτες λοιπόν μπορούν να συμβάλουν ως κατευθύνσεις-βάση για την κατάκτηση της ενδιάμεσης κλίμακας του αστικού σχεδιασμού, όπου διεπιστημονική ομάδα, καθοδηγούμενη από αρχιτέκτονες πολεοδόμους, θα αποδίδει στις κλίμακες 1:1.000 μέχρι 1:200 την γενική μορφή του δημόσιου χώρου, καθώς και την ανεκτή ογκοπλαστική διαμόρφωση του χώρου που περιβάλλει τον δημόσιο.

Κάθε κτισμένος χώρος αποτελεί στοιχείο που παραδίδεται στις μελλοντικές γενιές. Η συνειδητοποίηση της πραγματικότητας αυτής διευρύνει τον ορισμό της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς και οδηγεί στην αναγκαιότητα της απλοποίησης των γενικών αρχών που καθορίζουν την αρχιτεκτονική δημιουργία και αφορούν το σύνολο της χώρας. Εδώ βρίσκεται η τρίτη πρόκληση, στο σημείο τομής με το χρόνιο αίτημα της αρχιτεκτονικής κοινότητας για θεσμοθέτηση του απλού και ευέλικτου οικοδομικού κανονισμού (ΟΚ) που θα εξειδικεύεται από την κάθε τοπική κοινωνία/εξουσία, θα καθιερώνει τον μέγιστο σταθερό όγκο σε κάθε κτήριο ανάλογα με τη χρήση του και θα σέβεται τις ισχύουσες διεθνείς συμβάσεις και κείμενα.

Κεντρικός στόχος σ’ αυτή την προσπάθεια είναι η εξασφάλιση των συνθηκών που θα διευκολύνουν τη δημιουργία καλύτερου ανθρωπογενούς περιβάλλοντος, περιορίζοντας σε μεγάλο βαθμό την πολυνομία και τη γραφειοκρατία, που αποτελούν τροχοπέδη στην ανάπτυξη οποιασδήποτε δημιουργικής σκέψης.

Σημειώσεις

  1. Boucher Frederique, «Pour une approche realiste des problemes de renovation», Architecture d’aujourd’hui, 1979, No 202, σελ. 2-6.
  2. World Commission on Environment and Development (WCED), Our Common Future, World Commission on Environment and Development, Oxford University Press, Oxford/New York, 1987.
  3. Giaoutzi M., Nijkamp P., Decision Support Models for Regional Sustainable Development, Aventury, London, 1993.
  4. Φραντζή Μ., Για τη Διατήρηση, AΠΘ, ΕΑΕΧΒΑ, Θεσσαλονίκη, 1982.
  5.  Φραντζή Μ., «Παραδοσιακοί Οικισμοί: Από την ανεξέλεγκτη στη θεσμοθετημένη καταστροφή τους», H΄ Πανελλήνιο Αρχιτεκτονικό Συνέδριο «Το πρόβλημα κατοικία», πρακτικά, ΣΑΔΑΣ, Αθήνα, 1984.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην Περιοδική Έκδοση “αρχιτέκτονες”, τεύχος 10, Μάρτιος 2014